διαπαρατηρέομαι
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
English (LSJ)
lie in wait for continually, τινά LXX 2 Ki.3.30.
Spanish (DGE)
acechar hasta el final, hasta matar τὸν Αβεννερ LXX 2Re.3.30
•vigilar un campo PHels.31.11 (II d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
διαπαρατηρέομαι: ἀποθ., ἐνεδρεύω, τινα Ἑβδ. (2 Βασιλ. γ', 30).