δεκάπολις
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
εως, ἡ, district with ten cities, Decapolis, Ev.Matt.4.25, J.BJ3.9.7, IGRom.3.1057 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 542] ἡ, Verein von zehn Städten, Sp.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεκάπολις -εως, ἡ district met 10 steden, Decapolis.
Greek Monolingual
δεκάπολις, η (Α)
1. περιοχή που περιλαμβάνει δέκα πόλεις
2. (ως κύριο όνομα) ομοσπονδία δέκα πόλεων στην Παλαιστίνη («ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι πολλοὶ ἀπὸ της Γαλιλαίας καὶ Δεκαπόλεως», ΚΔ).
Greek Monotonic
δεκάπολις: ἡ, χώρα που αποτελείται από δέκα πόλεις, Δεκάπολις, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
δεκάπολις: ἡ, χώρα ἐκ δέκα πόλεων, Δεκάπολις, Κ. Δ.