νωθρεύομαι

From LSJ
Revision as of 18:15, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek (Liddell-Scott)

νωθρεύομαι: ἀποθετ., φέρομαι νωθρῶς ἢ εἶμαι νωθρός, βραδύς, ἐπὶ προσώπων, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Θ΄, 137· νενωθρευμένοι Ἱππ. Κωακ. Προγν. 218· ἐπὶ οἰδημάτων, νενωθρευμένα αὐτόθι 125· ― τὸ ἐνεργ. παρὰ Πολυδ. Α΄, 159.