λινορραφής
From LSJ
English (LSJ)
ές, (ῥάπτω) A sewn of flax, τυλεῖα S.Fr.468; λ. δόμος dub.sens. in A.Supp. 134 (lyr.). II making nets, ἁλιῆες Nonn.D.23.131.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
fait de bandes de toile cousues ensemble.
Étymologie: λίνον, ῥάπτω.
Russian (Dvoretsky)
λῐνορρᾰφής: сшитый из льняной ткани (τυλεῖα Soph.): λ. δόμος Aesch. парусный дом, т. е. корабль.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνορρᾰφής: -ές, (ῥάπτω) ἐρραμμένος διὰ λίνου, τυλεῖον Σοφ. Ἀποσπ. 415c· λ. δόμος ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 134, μένει ἀνερμήνευτον. ΙΙ. κατασκευάζων δίκτυα, Νόνν. Δ. 23. 121.
Greek Monolingual
λινορραφής, -ές (Α)
1. ραμμένος με νήμα από λινάρι
2. αυτός ο οποίος κατασκευάζει δίχτια («λινορραφεῖς ἁλιῆες», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ραφής (< θ. ραφ-, πρβλ. ραφ-ή), πρβλ. δολορραφής, πολυρραφής].