μεῖστος

From LSJ
Revision as of 09:45, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεῖστος Medium diacritics: μεῖστος Low diacritics: μείστος Capitals: ΜΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: meîstos Transliteration B: meistos Transliteration C: meistos Beta Code: mei=stos

English (LSJ)

η, ον, Sup. of μείων, least, Hsch., EM676.14, Eust.134.45, Sch.Ar.Pl.627: neut. as adverb, μεῖστον at least, Berl.Sitzb.1927.8 (Locr., V B.C.). (From μέy-ιστος.)

German (Pape)

[Seite 117] p. superl. zu μείων, Bion. 5, 10; Hesych. erkl. μεῖστον durch ἐλάχιστον.

French (Bailly abrégé)

v. μικρός.

Greek (Liddell-Scott)

μεῖστος: -η, -ον, ὑπερθετ. τοῦ μείων, ἐλάχιστος Βίων 5. 10.

Greek Monolingual

μεῖστος, -η, -ον (ΑM)
1. ελάχιστος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) μεῖστον
τουλάχιστον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός του μείων (πρβλ. πλείστος)].

Greek Monotonic

μεῖστος: -η, -ον, υπερθ. του μείων, ο απολύτως μικρότερος, λιγότερος, σε Βίωνα.

Middle Liddell

μεῖστος, η, ον [Sup. of μείων
most, Bion.