ἀποπατῶ
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
Mantoulidis Etymological
(=ἀπομακρύνομαι ἀπό τό δρόμο γιά φυσική ἀνάγκη). Ἀπό τό ἀπό + πατῶ.
Παράγωγα: ἀποπάτημα, ἀποπάτησις, ἀποπατητέον, ἀπόπατος.