πάσσαλος
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
English (LSJ)
Att. πάττ-, ὁ, Ep. gen. πασσαλόφι (v. infr.), (πήγνυμι) A peg on which to hang clothes, arms, etc., ἀπὸ πασσαλόφι ζυγὸν ᾕρεον Il. 24.268, cf. 5.209; ἀπὸ πασσάλου αἴνυτο τόξον Od. 21.53; ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν' Pi.O.1.17, cf. B.Scol.Oxy.1361.1.1; ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα Od.8.67; χαλινοὺς… ἐκ πασσάλων δέουσι Hdt.4.72, v. ἐκ 1.6; [χιτῶνα] πασσάλῳ ἀγκρεμάσασα Od.1.440; κύλιξ… κρέμαται περὶ πασσαλόφιν Hermipp.55; ἐπὶ τῶν παττάλων Arist.PA681a25; παττάλους ἐνέκρουεν εἰς τὸν τοῖχον Ar.V.129; peg for making a hole in a vine-stem, Thphr.HP2.5.5, CP3.12.1; used to force open the mouth or as a gag, Ar.Eq.376, Th.222; of stakes used to mark boundaries, IG14.352i38 (Halaesa); pale, Apollod. Poliorc. 140.7, al.:—prov. of things very small or worthless, ἔχουσι μηδὲ πάτταλον not a pin (i. e. no part of their fee), Ar.Ec.284; μηδὲ π. καταλιπεῖν Luc.Jud.Voc.9; παττάλου γυμνότερος Aristaenet.2.18; also πάσσαλος πασσάλῳ ἐκκρούεται Eust. 126.13, cf. Com.Adesp.494; εἶναι ἐν πασσάλοις, i.e. to be hung up, not in use, Lib.Or.1.268. II from the like ness of form, 1 membrum virile, Ar.Ec.1020, AP5.128 (Autom.). 2 = ἵππος ὀρθόκωλος, Hippiatr.115.
German (Pape)
[Seite 532] ὁ, att. πάτταλος (πήγνυμι, παγῆναι), ein Pflock oder hölzerner Nagel, der in der Wand befestigt ist, um Etwas daran zu hängen; αίρεῖν ἀπ ὸ πασσαλόφι, vom Nagel nehmen, Il. 24, 268, wie Pind. Ol. 1, 17; vgl. κρεμαστὰ τεύχη πασσάλων καθαρπάσας, Eur. Andr. 1123; κρεμάσαι ἐκ πασσαλόφι, an dem Nagel aufhängen, Od. 8, 67; auch ein Pflock oder Holznagel, Etwas damit zu befestigen oder Pferde daran zu binden, τοὺς χαλινοὺς ἐκ πασσάλων δέουσι, Her. 4, 72; Alcae. bei Ath. XIV, 627 b; ἐμβαλόντες αὐτῷ πάτταλον μαγειρικῶς ἐς τὸ στόμα, ein Knebel, Ar. Equ. 376; παττάλους ἐνέκρουεν ἐς τὸν τοῖχον, Vesp. 129; Folgde. Sprichwörtlich μηδὲ πάτταλον καταλιπεῖν, Luc. iud. voc. 9; vgl. Ar. Eccl. 284; παττάλου γυμνότερος, Aristaen. 2, 18. – Auch = πόσθη, Ar. Eccl. 1011, wie Automed. 3 (V, 129). – Ein Stellholz in der Mäusefalle.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
néo-att. πάτταλος, ου (ὁ) :
1 cheville, clou pour suspendre qch;
2 pieu ou cheville de bois pour attacher les chevaux.
Étymologie: p. *πάγjαλος, de la R. Παγ, ficher ; cf. πήγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάσσαλος Ion. voor πάτταλος.
Russian (Dvoretsky)
πάσσᾰλος: атт. πάττᾰλος ὁ πήγνυμι
1) колышек, (деревянный) гвоздь (κρεμάσαι ἐκ πασσαλόφι Hom.): αἱρεῖν ἀπὸ πασσαλόφι Hom. снимать с гвоздя; χαλινοὺς ἐκ πασσάλων δῆσαι Her. привязывать (лошадей за) уздечки к колышкам; μηδὲ πάτταλον ἔχειν погов. Arph. не иметь ни гвоздя, т. е. не иметь решительно ничего;
2) затычка, кляп (ἐμβάλλειν τινὶ πάτταλον εἰς τὸ στόμα Arph.);
3) Arph., Anth. = membrum virile.
English (Autenrieth)
gen. πασσαλόφιν· wooden nail or pin, peg, used to hang things upon, as the harp, Il. 24.268, Od. 1.440, Od. 8.67, 105.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, αττ. τ. πάτταλος, Α
1. ράβδος από ξύλο με μυτερό το ένα άκρο για να μπορεί να μπήγεται στο έδαφος, παλούκι («χαλινούς... ἐκ πασσάλων δέουσι», Ηρόδ.)
2. παροιμ. φρ. «πάσσαλος πασσάλῳ ἐκκρούεται» — το κακό καταπολεμάται με κακό
νεοελλ.
τεχνολ. επίμηκες στέλεχος, κυλινδρικής ή πρισματικής διατομής, από ξύλο, μέταλλο ή οπλισμένο σκυρόδεμα, που εμπηγνύεται ή διαμορφώνεται μέσα στο έδαφος και χρησιμεύει για τη θεμελίωση δομικών έργων σε σαθρά εδάφη
αρχ.
1. ξύλινο καρφί που μπήγεται στον τοίχο («παττάλους ἐνέκρουε εἰς τὸν τοῑχον», Αριστοφ.)
2. σφήνα για διάνοιξη οπών
3. τεμάχιο ξύλου με το οποίο οι μάγειροι άνοιγαν το στόμα σφαγμένου χοίρου και έβγαζαν τη γλώσσα του
4. πέος
5. παροιμ. α) «μηδὲ πάσσαλον ἔχω» — δεν έχω παρά μόνο μηδαμινά πράγματα
β) «μηδὲ πάτταλον καταλείπω» — ερημώνω και διαρπάζω τα πάντα
γ) «παττάλου γυμνότερος» — λεγόταν για πολύ φτωχό άνθρωπο
δ) «εἶναι ἐν πασσάλοις» — είναι άχρηστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πάσσαλος (< πάκy-αλος) ανάγεται στη ρίζα pāk- / pә2k- του πήγνυμι με άηχο ουρανικό σύμφωνο (πρβλ. λατ. paciscor, pax, γοτθ. fāhan) και έχει σχηματιστεί πιθ. μέσω αμάρτυρου τ. πάσσων με υγρό επίθημα -αλ- (πρβλ. κνώδων: κνώδ-αλ-ον). Υγρό επίθημα εμφανίζεται με διαφορετικό σχηματισμό και στο λατ. pālus «χάρακας» (< pak-slo-). Τη λ. πάσσαλος δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή pessulus (βλ. και λ. πήγνυμι για την εναλλαγή άηχου και ηχηρού ουρανικού συμφώνου στη ρίζα)].
Greek Monotonic
πάσσᾰλος: Αττ. πάττ-, ὁ· Επικ. γεν. πασσαλόφι· (πήγνυμι)·
I. πάσσαλος, παλούκι στο οποίο κρέμωνται ρούχα, όπλα, κ.τλ., σε Όμηρ. κ.λπ.· ἀπὸ πασσαλόφι ζυγὸν ᾕρεον, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀπὸ πασσάλου αἴνυτο τόξον, σε Ομήρ. Οδ.· ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα, στο ίδ.
II. στοματοδιαστολέας, φίμωτρο, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πάσσᾰλος: Ἀττ. πάττ-, ὁ· Ἐπικ. γενκ. πασσαλόφι, ἴδε κατωτ.· (√ΠΑΓ, πήγνυμι)· - «παλοῦκι» ξύλινον, καρφίον πρὸς ἀνάρτησιν ἱματίων, ὅπλων, κτλ., ἀπὸ πασσαλόφι ζυγὸν ᾕρεον Ἰλ. Ω. 268, πρβλ. Ε. 209· ἀπὸ πασσάλου αἴνυτο τόξον Ὀδ. Φ. 53· ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν’ Πινδ. Ο. Ι. 25· ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα Ὀδ. Θ. 67· χαλινοὺς ... ἐκ πασσάλων δέουσι Ἡρόδ. 4. 72 (ἴδε ἐκ Ι. 3)· [χιτῶνα] πασσάλῳ ἀγκρεμάσασα Ὀδ. Α. 440· Χία δὲ κύλιξ ὑψοῦ κρέμαται περὶ πασσαλόφιν Ἕρμιππος ἐν «Στρατιώταις» 3· ἐπὶ τῶν παττάλων Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 44· παττάλους ἐνέκρουεν εἰς τὸν τοῖχον Ἀριστοφάν. Σφ. 129 ἐπὶ πασσάλων χρησίμων πρὸς καθορισμὸν ὁρίων, Συλλ. Ἐπιγρ. 5594, 1. 38 κ.ἑξ.· - παροιμ. ἐπὶ πραγμάτων λίαν μηδαμινῶν καὶ ἀναξίων λόγου, ἔχουσι μηδὲ πάτταλον, δηλ. οὐδ’ ἀξίαν τριωβόλου, Ἀριστοφάν. Ἐκκλ. 284· παττάλου γυμνότερος Ἀρισταίν. 2. 18· μηδὲ π. καταλιπεῖν Λουκ. Δίκη Φων. 9· - ὡσαύτως, πάτταλοι παττάλοις ἐκρούονται, τὸ ἕνα καρφὶ ἐκβάλλει τὸ ἄλλο, Συνεσ. Ἐπιστ. 50, πρβλ. Εὐστ. 126. 13· ἴδε ἐν λέξ. ἧλος· εἶναι ἐν πασσάλοις, δηλ. κρεμασμένος εἰς τὸν τοῖχον, ἄχρηστος, Λιβάν. 1. 159. ΙΙ. ἐκ τῆς ὁμοιότητος τοῦ σχήματος, 1) τεμάχιον ξύλου δι’ οὗ οἱ μάγειροι διήνοιγον τὸ στόμα τοῦ ἐσφαγμένου χοίρου καὶ ἐξῆγον τὴν γλῶσσαν αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 376. 2) = πέος, ταῖς πρεσβυτέραις γυναιξὶν ἔστω τὸν νέον ἕλκειν ἀνατί λαβομένας τοῦ παττάλου ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 1020, Ἀνθ. Π. 5. 129. - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τ. Α΄, σ. 168-69.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: plug, pin, peg, to hang sth. up to (Il.).
Other forms: Att. πάτταλος.
Dialectal forms: On Myc. pasaro, which can hardly belong here, Taillardat REGr. 73, 5 ff.
Derivatives: Dimin. πασσαλ-ίσκος (Hp.) and -ιον (H.); -ιστής H. s. κυνδαλοπαίστης (s. κύνδαλος); -εύω, often w. προσ-, also w. δια-, κατα-, to pin, to hang up (Hdt., Att.) with the nom. instr. -εῖον (Plb., EM); -όομαι to be provided with π. (sch.), προσ-όω to pin (Thphr.). -- Beside it πάσσαξ, -ακος m. id. (Megar., Ar. Ach. 763; like πόρπαξ, κνώδαξ a.o.; Chantraine Form. 381) with -άκιον, -ακίζω (H.); πασσάριος σταυρός H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: First from *πάκι̯αλος with λ-suffix; to Lat. pac-iscor conclude a treaty, prop. make fast, παγ-ῆναι (with variation k: g); s. πήγνυμι. As intermediate we must posit an unknown noun: *πάσσα (< *πακ-ι̯α), *-πασσος or *πάσσων (cf. on κνώδαλον)?; diff. Benveniste Origines 47 (s. also Schwyzer 483 w. n. 8). Independent, but also with l-suffix, Lat. pālus (from *pac-s-lo-s); here also Toch. A pyākäṣ (B pyāśi) pole, stake (Duchesne-Guillemin BSL 41, 159)? -- Lat. LW [loanword] pessulus bolt (on the meaning Rocco Glotta 32, 99); s. W.-Hofmann s.v. -- Derivation from *ph2k- is improbable: a pin has not become stiff (like ice). It has been sfatened, fixed to a wal or a pillar. The suffix -αλ- is pre-Greek, cannot be IE. (The words in -ακ- seem Pre-Greek.) So prob. the whole word is Pre-Greek (*paky-al-)?
Middle Liddell
πήγνυμι
I. a peg on which to hang clothes, arms, etc., Hom., etc.; ἀπὸ πασσαλόφι ζυγὸν ᾕρεον Il.; ἀπὸ πασσάλου αἴνυτο τόξον Od.; ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα Od.
II. a gag, Ar.
Frisk Etymology German
πάσσαλος: {pássalos}
Forms: att. πάτταλος; zu myk. pa-sa-ro, das schwerlich hierher gehören kann, Taillardat REGr. 73, 5 ff.
Grammar: m.
Meaning: ‘Pflock, Nagel, Haken, um etwas daran aufzuhängen’ (seit Il.)
Derivative: Davon die Demin. πασσαλίσκος (Hp. u.a.) und -ιον (H.); -ιστής H. s. κυνδαλοπαίστης (s. κύνδαλος); -εύω, oft m. προσ-, auch m. δια-, κατα-, annageln, aufhängen (Hdt., att.) mit dem Nom. instr. -εῖον (Plb., EM); -όομαι ‘mit π. versehen werden’ (Sch.), προσόω annageln (Thphr.). — Daneben πάσσαξ, -ακος m. ib. (megar., Ar. Ach. 763; wie πόρπαξ, κνώδαξ u.a.; Chantraine Form. 381) mit -άκιον, -ακίζω (H.); πασσάριος· σταυρός H.
Etymology: Zunächst aus *πάκι̯αλος mit λ-Suffix; letzten Endes zu lat. păc-iscor einen Vertrag schließen, eig. festmachen, παγῆναι (mit Wechsel k: g); s. πήγνυμι. Als Zwischenglied muß ein unbekanntes Nomen angesetzt werden: *πάσσα (< *πακι̯α), -πασσος oder *πάσσων (vgl. zu κνώδαλον) ?; anders Benveniste Origines 47 (s. auch Schwyzer 483 m. A. 8). Davon unabhängig, aber ebenfalls mit l-Suffix, lat. pālus (aus *pac-s-lo-s); hierher noch toch. A pyākäṣ (B pyāśi) Pfahl, Säule (Duchesne-Guillemin BSL 41, 159)? — Lat. LW pessulus Riegel (zur Bed. Rocco Glotta 32, 99); s. W.-Hofmann s.v.
Page 2,477
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό πήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.