σκελίζω
From LSJ
English (LSJ)
= ὑποσκελίζω, LXX Je.10.18, S.E.M.1.159: metaph., Plu.&nbs
German (Pape)
[Seite 891] einhergehen, laufen; τοὺς πόδας, in die Höhe heben oder unterschlagen, S. Emp. adv. gramm. 150, LXX. Vgl. ὑποσκελίζω. – Auch für σκελλίζω.
French (Bailly abrégé)
faire de grandes enjambées.
Étymologie: σκέλος.
Russian (Dvoretsky)
σκελίζω: (о ногах) высоко подбрасывать (τοὺς πόδας Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
σκελίζω: (σκελὶς) = ὑποσκελίζω, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 159, Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΘ´, 3).
Greek Monolingual
ΜΑ σκέλος
1. ρίχνω κάτω ή υποσκελίζω
2. ξεριζώνω («ἐγὼ σκελίζω τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν ταύτην ἐν θλίψει», ΠΔ.).