σχοίνισμα

From LSJ
Revision as of 09:15, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοίνισμα Medium diacritics: σχοίνισμα Low diacritics: σχοίνισμα Capitals: ΣΧΟΙΝΙΣΜΑ
Transliteration A: schoínisma Transliteration B: schoinisma Transliteration C: schoinisma Beta Code: sxoi/nisma

English (LSJ)

ατος, τό, A piece of land measured out by the σχοῖνος, portion, allotment, LXX De.32.9, Jo.17.14,al. 2 generally, division, portion of a people, ib.2 Ki.8.2.

German (Pape)

[Seite 1057] τό, die Ausmessung eines Landes, die Gränzbestimmung; ein Stück erobertes u. unter neue Ansiedler vertheiltes Land, oder ein Stück zum Ackerbau abgemessenes Land; LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σχοίνισμα: τό, μέρος τῆς γῆς μεμετρημένον διὰ σχοινίου, μερίδιον, κλῆρος, Ἑβδ. (Δευτ. ΛΒ΄, 9, Ἰησ. ΙΖ΄, 14, κ. ἀλλ.). 2) καθόλου, διαίρεσις, μερίδιον, μέρος λαοῦ, αὐτόθι (Β΄ Βασιλ. Η΄, 2).

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
τμήμα γης που έχει καταμετρηθεί με σχοίνο, κλήροςσχοίνισμα κληρονομίας αὐτοῦ Ἰσραήλ», ΚΔ)
αρχ.
1. καταμέτρηση τμήματος γης με σχοίνο
2. συνεκδ. τμήμα λαού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -ισμα, μέσω αμάρτυρου σχοινίζω (πρβλ. παρα-σχοινίζω: παρα-σχοίνισμα)].