ἀνοχή

From LSJ
Revision as of 09:35, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοχή Medium diacritics: ἀνοχή Low diacritics: ανοχή Capitals: ΑΝΟΧΗ
Transliteration A: anochḗ Transliteration B: anochē Transliteration C: anochi Beta Code: a)noxh/

English (LSJ)

ἡ, A holding back, stopping, especially of hostilities: hence mostly in plural, armistice, truce, X.Mem.4.4.17; ἀνοχὰς ποιεῖσθαι Decr. ap. D. 18.164; διδόναι D.H.8.68; σπείσασθαι Plu.Pel.29; αἱ Καλλισθένους ἀ. Aeschin.2.31; αἱ ἑξαετεῖς ἀ. D.H.3.59; cf. ἀνοκωχή. 2 time, opportunity, οὐκ ἔδωκεν αὐτοῖς ἀνοχὴν ἐμβατεῦσαι LXX 1 Ma.12.25; ἡμερῶν ἀνοχή delay of some days, POxy.1068.15 (iii A.D.). 3 pl., ἀνοχαί = holidays, Lat. feriae, D.C.39.30. 4 ἀνοχαὶ δικῶν = cessation of public business, Lat. iustitium, Id.55.26. II (ἀνέχομαι) long-suffering, forbearance, Ep.Rom.2.4, 3.26. 2 ἀνοχὴν ἀναπαύλης διδόναι = give permission to rest, Hdn.3.6.10. 3 relief from disease, Philum. ap. Orib.Syn.8.3.4. III = ἀνατολή (sunrise), Poll.4.157, Hsch.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
I 1tregua en sent. milit., X.Mem.4.4.17, τὰς Καλλισθένους ἀνοχάς Aeschin.2.31, ἀνοχὰς ποιήσασθαι Decr. en D.18.164, σπεισάμενος ... ἀνοχάς Plu.Pel.29, τῶν δ' Ἰουδαίων ... αἰτησαμένων ... ἀνοχάς Plu.2.184e, ἀνοχὰς ... ποιησάμενος Plu.2.223a, ἀνοχὰς αὐτοῖς ἐδίδου D.H.8.68, como pred. αἱ γὰρ ἐξαετεῖς ... ἀνοχαὶ διεληλύθεσαν D.H.3.59.
2 pausa en un mal o enfermedad, Philum. en Orib.Syn.8.3.4, τῆς οἰκοδομῆς Herm.Sim.9.5.1, c. gen. explicativo μηδεμίαν ἀνοχὴν ἀναπαύλης διδούς no concediendo ninguna pausa para el descanso Hdn.3.6.10.
3 plazo ἡμερῶν POxy.1068.15 (III d.C.).
4 lat. iustitium período en que los tribunales no administraban justicia δικῶν ἀνοχὰς γενέσθαι D.C.55.26.1.
5 lat. feriae, días festivos τὰς ἀνοχὰς τὰς Λατίνας D.C.39.30.4, cf. 41.14.4.
II ocasión c. inf. οὐ γὰρ ἔδωκε αὐτοῖς ἀνοχὴν ἐμβατεῦσαι LXX 1Ma.12.25.
III c. gen. subjet. tolerancia τοῦ Θεοῦ Ep.Rom.2.4, 3.26
c. gen. obj. aguante τοῦ πάθους Ath.Al.M.26.1097B.
IV acción de subir c. gen. obj. ὑδάτων crecida, Gp.1.12.18, de la mano para hacer sombra a los ojos, Basil.M.30.61A, de la salida de un astro, Poll.4.157, Hsch.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. (ἀνά en haut) action de tirer (de l'eau);
II. (ἀνά en arrière) action de retenir, d'où arrêt, suspension, particul. :
1 suspension d'armes, armistice (surtout au pl.);
2 repos, loisir;
3 patience, longanimité NT.
Étymologie: ἀνέχω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνοχή:
1) pl. прекращение военных действий, перемирие Xen., Aeschin., Polyb., Diog. L.: ἀνοχὰς ποιεῖσθαι Dem., σπείσασθαι или ἄγειν Plut. заключать перемирие;
2) кротость, терпение (ἀ. καὶ μακροθυμία NT).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοχή: ἡ, (ἀνέχω) διακοπή, ὑπέρθεσις, ἰδίως παῦσις πρόσκαιρος ἐχθροπαξιῶν: ἐντεῦθεν τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ὡς τὸ Λατ. induciae, ἀνακωχή, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4,17· ἀνοχὰς ποιεῖσθαι Ψήφισ. παρὰ Δημ. 282. 20· διδόναι Διον. Ἁλ. 8. 68· ἄγειν Πλουτ. Ἀλέξ. 55· σπείσασθαι ὁ αὐτ.· αἱ πρὸς Περδίκκαν ἀν. Αἰσχίν. 32. 17· αἱ ἑξαετεῖς ἀν. Διον. Ἁλ. 3. 59: - ἀλλὰ ἀνοκωχὴ (ὃ ἴδε) θεωρεῖται ὡς ὁ Ἀττικώτερος τύπος. ΙΙ. (ἀνέχομαι) μακροθυμία, ἀνοχή, πρὸς Ρωμ. β΄, 4, γ΄, 26. 2) ἀνοχὴν ἀναπαύλης διδόναι, ἄδειαν πρὸς ἀνάπαυσιν, Ἡρωδιαν. 3. 6, 21. ΙΙΙ. = ἀνατολὴ Πολυδ. Δ΄, 157, Ἡσύχ.· ἴδε ἀνίσχω.

English (Strong)

from ἀνέχομαι; self-restraint, i.e. tolerance: forbearance.

English (Thayer)

ἀνοχῆς, ἡ (compare ἀνέχομαι τίνος, under the word ἀνέχω, p. 45), toleration, forbearance; in this sense only in ἀνέχω to hold back, hinder.) (Cf. Trench, § liii.)

Greek Monolingual

η (AM ἀνοχή) ανέχω
η ανεκτικότητα, η επιείκεια, η μακροθυμία
φρ. «ἐν τῇ ανοχῇ τοῦ Θεοῦ»(Κ.Δ.)
«ὦ ἀφράστου καὶ ἀρρήτου ἀνοχὴς» (από τα εγκώμια του Επιταφίου)
«η ανοχή των ξένων θρησκευμάτων»
«ψήφος ανοχής προς την κυβέρνηση
νεοελλ.
1. ενδοτικότητα, η παθητική αντιμετώπιση μιας κατάστασης
2. φρ. «οίκος ανοχής» — το πορνείο
3. (για αγρούς και αμπέλια) αφορία, σιτοδεία
μσν.
η Ανάληψη (του Χριστού)
αρχ.-μσν.
η διακοπή μιας εργασίας, καθυστέρηση αποπεράτωσης
αρχ.
1. διακοπή εχθροπραξιών, ανακωχή
2. ευκαιρία, άνεση χρόνου
3. άδεια, πρόσκαιρη διακοπή εργασίας
4. φρ. ἀνοχαί
ημέρες εορταστικών αργιών
5. διακοπή μιας διαδικασίας
6. απαλλαγή από ασθένεια, ανάρρωση
7. ανατολή (του ήλιου).

Greek Monotonic

ἀνοχή: ἡ (ἀνέχω),
I. αναχαίτιση, σταμάτημα, κατάπαυση, ιδίως λέγεται για εχθροπραξίες· πληθ., όπως το Λατ. induciae, ανακωχή, κατάπαυση του πυρός, σε Ξεν.
II. (ἀνέχομαι) μακροθυμία, ανοχή, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ἀνέχω
I. a holding back, stopping, especially of hostilities: pl., like Lat. induciae, an armistice, truce, Xen.
II. (ἀνέχομαι) forbearance, NTest.

Chinese

原文音譯:¢noc» 安-哦赫
詞類次數:名詞(2)
原文字根:向上-有(著)
字義溯源:自行抑制,寬容,休止,忍耐;源自(ἀνέχομαι)=忍耐);由(ἀνά)*=上)與(ἔχω)*=持)組成。這字的本意是休止,延緩。常常用作複數,意為休戰。在休戰時,自然雙方一需要抑制和寬容。神對我們的罪也是暫時抑制他的忿怒和審判,等待我們認罪,悔改
出現次數:總共(2);羅(2)
譯字彙編
1) 忍耐(1) 羅3:25;
2) 寬容(1) 羅2:4