νεῦρον

Revision as of 15:05, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

τό, A sinew, tendon, once in Hom., in plural, of the tendons at the feet, περὶ δ' ἔγχεος αἰχμῇ νεῦρα διεσχίσθη Il.16.316, cf. Hp.Art. 11, etc.; τὰ νεῦρα οἷα ἐπιτείνεσθαι καὶ ἀνίεσθαι Pl.Phd.98c; νεῦρον ἐξ ἰνῶν [γίγνεται] Id.Ti.82c; σάρκες καὶ νεῦρα ibid.; σύγκειταί μου τὸ σῶμα ἐξ ὀστῶν καὶ νεύρων Id.Phd.98c, cf. Arist.HA515a27, al.: used adjectivally, ib.540a18 (s.v.l.). b νεῦρον ἔναιμον vein, Hp.Liqu.2, cf. Ruf. Onom.208. 2 metaph., in plural, nerves, sinews, τὰ νεῦρα τῆς τραγῳδίας, of the lyric odes, Ar.Ra.862; ὑποτέτμηται τὰ νεῦρα τῶν πραγμάτων Aeschin.3.166; ἕως ἐκτέμῃ ὥσπερ ν. ἐκ τῆς ψυχῆς Pl.R.411b; ἐκτ. τὰ νεῦρα [οἴνου] Plu.2.692c; also πόλις ἥτις μὴ νεῦρ' ἐπὶ τοὺς ἀδικοῦντας ἔχει D.19.283: less freq. in sg., τὸ νεῦρον ὑποκόπτοντες τῆς δυνάμεως J.BJ 5.1.4; χρήματα νεῦρα πολέμου App.BC4.99. II cord made of sinew, e. g. bowstring, Il.4.122; string fastening the head of the arrow to the shaft, ib.151; also δέρματα συρράπτειν νεύρῳ βοός Hes.Op.544; cord of a sling, X.An.3.4.17, Q.S.11.112; bowstring, Ach.Tat.3.8. 2 = νευρά 3, Plb.4.56.3, App.Mith.107. 3 string of a lyre, AP9.584.9, Luc.DMar.1.4. III in plural, fibres of plants, Pl.Plt. 280c. IV nerves, as organs of sensation, first in Erasistr. ap. Gal.5.602; νεῦρα πρακτικά, νεῦρα αἰσθητικά, etc., Ruf.Onom.211; νεῦρα κινητικά, νεῦρα προαιρετικά, Gal.2.613, 739; νεῦρον ἀκουστικόν Alex.Aphr.Pr.1.71, cf. Gal.2.831, Plot.4.3.23. V penis, Pl.Com.173.19, Gal.8.442. (Cf. Skt. snā´van-, Avest. snāvarə, 'sinew', 'bond'.)

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
I. nerf, fibre ; fig. force, vigueur (cf. franç. le nerf de la guerre, des affaires, etc.);
II. objet fait de nerfs ou de tendons d'animaux :
1 corde ou courroie;
2 corde d'instrument.
Étymologie: p. νέρϜον ; cf. νευρά, lat. nervus .

Russian (Dvoretsky)

νεῦρον: τό
1) сухожилие (ὀστᾶ τε καὶ νεῦρα Plat.);
2) волокно (φυτῶν Plat.);
3) (сделанные из сухожилий), нить, шнур, (δέρματα συρράπτειν νεύρῳ βοός Hes.);
4) преимущ. pl. сила, крепость, мощь (τῆς τραγῳδίας Arph.; τοῦ οἴνου Plut.; τῶν πραγμάτων Aeschin.);
5) тетива Polyb.;
6) струна (νεῦρα τινάσσειν Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

νεῦρον: τό, (ἴδε ἐν τέλ.)· Ι. τὸ «νεῦρον», ἡ λευκὴ καὶ στιλπνὴ ἄκρα τοῦ μυός, δι’ ἧς οὗτος προσκολλᾶται εἰς τὸ ὀστοῦν, ἐπί τε ζῴων καὶ ἐπὶ ἀνθρώπων (παρὰ τοῖς μετέπειτα συγγραφεῦσι τένων, τόνος, καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. Ἰατρ. ἀπονεύρωσις)· ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης παρ’ Ὁμήρῳ μόνον ἅπαξ, ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ τῶν τενόντων τῶν ποδῶν, περὶ δ’ ἔγχεος αἰχμῇ νεῦρα διεσχίσθη Ἰλ. Π. 316· συχνάκις παρ’ Ἱππ. καὶ Ἀττ.: τὰ νεῦρα οἷα ἐπιτείνεσθαι καὶ ἐφίεσθαι [τὰ ὀστᾶ] Πλάτ. Φαίδων 98D· ν. ἐξ ἰνῶν [γίγνεται] ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 82C· σάρκες καὶ ν. αὐτόθι· ξύγκειταί μοι τὸ σῶμα ἐξ ὀστῶν καὶ ν. ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 98C· συχνάκις παρ’ Ἀριστ.· (π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 9 κεῖται ἐπιθετικῶς, ἀλλ’ ἴσως ἡ ἀληθὴς γραφὴ εἶναι νεύρινον, ὅμοιον πρὸς νεῦρον): ― ὡσαύτως, νεῦρον ἔναιμον, φλέψ, Ἱππ. 425. 48. 2) μεταφορ. ἐν τῷ πληθ., «νεῦρα», ῥώμη, ἰσχύς, δύναμις, δραστηριότης, τὰ νεῦρα τῆς τραγῳδίας, ἐπὶ τῶν λυρικῶν ᾠδῶν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 862· ὑποτέτμηται τὰ νεῦρα τῶν πραγμάτων Αἰσχίν. 77. 27· οὕτως, ἐκτέμνειν ὥσπερ τὰ νεῦρα ἐκ τῆς ψυχῆς Πλάτ. Πολ. 411B· ἐκτέμνειν τὰ νεῦρα [οἴνου] Πλούτ. 2. 692C· πρβλ. ἐκνευρίζω· ὡσαύτως, νεῦρα ἔχειν Δημ. 432. 10· πρβλ. ἴς. ΙΙ. χορδὴ ἢ σχοινίον ἐκ νεύρων κατεσκευασμένον, νεῦρόν τε καὶ ὄγκους, «νεῦρον μὲν ἐν ᾧ δέδεται τὸ σίδηρον τοῦ βέλους πρὸς τὸν κάλαμον, ὄγκους δὲ τὰς ἀκίδας καὶ ἐξοχὰς τοῦ βέλους» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 151· οὕτω, δέρματα συρράπτειν νεύρῳ βοὸς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 542· ἡ χορδὴ σφενδόνης, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 17, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 11. 112· ― ὡσαύτως, ἡ χορδὴ τόξου, ὡς τὸ νευρά, γλυφίδας τε λαβὼν καὶ νεῦρα βόεια, πιάσας ὁμοῦ τὰς παρὰ τοῖς πτεροῖς ἐντομὰς τοῦ βέλους καὶ τὴν νευράν, Ἰλ. Δ. 122, Πολύβ. 4. 56, 3, Ἀππ. Μιθρ. 107, Νόνν., κλ.· ― ἡ χορδὴ λύρας, Ἀνθ. Π. 9. 584, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 1. 4. ΙΙΙ. ἐπὶ τῶν ἰνῶν τῶν φυτῶν, Πλάτ. Πολιτικ. 280C. IV. ἐπὶ τῶν νεύρων, ἤτοι τῶν ὀργάνων τῆς αἰσθήσεως ἐκπορευομένων ἐκ τοῦ ἐγκεφάλου, ἡ χρῆσις οὐχὶ πρὸ τῶν χρόνων τοῦ Γαληνοῦ. V. ὡς τὸ Λατ. nervus = penis, τὸ πέος, τρίγλη οὐκ ἐθέλει νεύρων περιήρανος εἶναι, παρθένου γὰρ Ἀρτέμιδος ἔφυ καὶ στύματα μισεῖ Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 1. 20. (Πρὸς τὰς λ. νευρά, νεῦρον, πρβλ. Λατ. ner-vus, nerv-iae (ἐξ ἐντέρων χορδαί), nervosus· ― ἀλλ’ ἡ ῥίζα φαίνεται ἦτο snar, πρβλ. Ἀρχ. Γερμ. snar-a, snar-ahha, snu-or (snare), καὶ πιθαν. Σανσκρ. snâ-yus, snâ-sâ (tendo, nervus), Ζενδ. śna (tendo)).

English (Autenrieth)

sinew, tendon; as bowstring, Il. 4.122; also for a cord to bind the arrow-head to the shaft, Il. 4.151.

Spanish

nervio, fibra

Greek Monolingual

το (ΑΜ νεῦρον)
1. συν. στον πληθ. τα νεύρα
βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ' ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ' ετέρου, και πρός τις δύο κατευθύνσεις
2. το λευκό και στιλπνό άκρο του μυός με το οποίο αυτός προσκολλάται στο οστό, ο τένοντας («τὰ νεῡρα οἷα ἐπιτείνεσθαι καὶ ἀνίεσθαι», Πλάτ.)
3. μτφ. το ουσιώδες στοιχείο πράγματος ή κατάστασης το οποίο είναι απαραίτητο για την κίνησή του ή για την εκτέλεση της λειτουργίας για την οποία είναι προορισμένο («τἄπη, τὰ μέλη, τὰ νεῡρα τῆς τραγῳδίας», Αριστοφ.)
4. φυτική ίνα («ὁπόσα φυτῶν νεῡρα κατὰ λόγον εἴπωμεν», Πλάτ.)
5. χορδή τόξου ή μουσικού οργάνου, νευρά
νεοελλ.
1. μτφ. φυσική ρώμη, δύναμη, ζωτικότηταείναι όλος νεύρο»)
2. φρ. α) «έχω τα νεύρα μου» ή «είμαι στα νεύρα μου» — βρίσκομαι σε νευρική ταραχή, είμαι εκνευρισμένος
β) «μού δίνει στα νεύρα» ή «μέ χτυπάει στα νεύρα» — μέ εκνευρίζει
γ) «μέ πιάνουν τα νεύρα μου» — εκνευρίζομαι, νευριάζω, εξοργίζομαι
νεοελλ.-μσν.
στον πληθ. το νευρικό σύστημα
μσν.
1. μυώνας
2. είδος θαλασσινού
μσν.-αρχ.
το πέος
αρχ.
1. επιβολή, δύναμη, δραστικά μέτρα εναντίον κάποιου
2. η χορδή της σφενδόνας
3. έμβολο πολιορκητικής μηχανής
4. φρ. «νεῦρον ἔναιμον» — η φλέβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νεῦρον ανάγεται σε ΙΕ ρίζα snē- «συναρμόζω νήματα, γνέθω» (πρβλ. νέω [ΙΙ] γνέθω») και εμφανίζει θέμα σε wer- / n- (πρβλ. αρχ. ινδ. snāvan «τένοντας» και αβεστ. snāvarә «τένοντας»). Η λ. συνδέεται επίσης με λατ. nervus «νεύρο, τένοντας», τοχαρ. Β' snaura, αρμεν. neard «τένοντας, χορδή». Παράλληλα με το ουδ. νεῦρον μαρτυρείται και τ. θηλυκού νευρά / -ή «χορδή τόξου ή μουσικού οργάνου» με σημ. πιο περιορισμένη από εκείνην του νεῦρον. Ο ποιητικός τ., εξάλλου, νευρειή παραμένει δυσερμήνευτος, παρ' ότι έχει θεωρηθεί αναλογικός σχηματισμός του ἐγχείη «δόρυ». Το ζεύγος νεῦρον / νευρά μπορεί να παραβληθεί με εκείνο τών φῦλον / φυλή, όπου και πάλι το ουδ. έχει ευρύτερο σημασιολ. περιεχόμενο από το θηλ. Η λ. νεῦρον, τέλος, με τη σημ. του αισθητηρίου οργάνου χρησιμοποιήθηκε σχετικά μεταγενέστερα ως ιατρικός όρος (βλ. και λ. νευρο-).
ΠΑΡ. νευράς, νευρικός, νευρώδης, νευρώνω
αρχ.
νευρίζω, νεύρινος, νευρίον, νευρίτης (II)
νεοελλ.
νευριάζω, νευρίδιο, νευρίνη, νευρίτης (Ι), νευρίτιδα, νευριτικός, νευρώνας.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νευροειδής, νευρόσπασμα, νευρόσπαστος
αρχ.
νευρόθλαστος, νευρόκαυλος, νευροκοπώ, νευρομήτραι, νευρόνοσος, νευρόπαχυς, νευροποιητικός, νευρορ(ρ)άφος, νευροσιδηρούς, νενροσπαδης, νευροστασία, νευροσύμφορος, νευροτενής, νευροτόμος
αρχ.-μσν.
νευροβάτης, νευρότρωτος
μσν.
νευρότμητος, νευροφάγος, νευροχαλαστικόν, νευροχονδρώδης. (Για συνθ. με Α' συνθετικό νεύρο που χρησιμοποιούνται στην επιστημον. ορολογία βλ. λ. νευρο-). (Β συνθετικό σε -νευρον) αρχ. επίνευρον, πολύνευρον
νεοελλ.
βούνευρο(ν). (Β' συνθετικό σε -νευρος) άνευρος
αρχ.
έκνευρος, κατάνευρος, λεπτόνευρος
νεοελλ.
πολύνευρος, τρίνευρος].

Greek Monotonic

νεῦρον: τό,
I. 1. νεύρο, τένοντας· στον πληθ., οι τένοντες των πελμάτων, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.
2. μεταφ. στον πληθ., τὰ νεῦρα τῆς τραγῳδίας, λέγεται για τις λυρικές ωδές, το νεύρο, η ικμάδα τους, σε Αριστοφ.· τὰ νεῦρα τῶν πραγμάτων, σε Αισχίν.
II. χορδή ή σχοινί από έντερα ή νεύρα, για να προσδένεται η αιχμή του βέλους στο καλάμι του τόξου, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, χορδή σφεντόνας, σε Ξεν.

Middle Liddell

νεῦρον, ου, τό,
I. a sinew, tendon; in plural, the tendons of the feet, Il., Plat.
2. metaph. in plural, τὰ νεῦρα τῆς τραγῳδίας, of lyric odes, their sinews, vigour, Ar.; τὰ νεῦρα τῶν πραγμάτων Aeschin.
II. gut, cord made of sinew, for fastening the head of the arrow to the shaft, Il.: the cord of a sling, Xen.

English (Woodhouse)

muscle, in physical sense

Léxico de magia

τό 1 nervio de un animal δήσας (τὸ φυλακτήριον) νεύροις τοῦ αὐτοῦ ζώου περίαψαι ata el amuleto con nervios del mismo animal y cuélgatelo P IV 816 2 fibra de una planta ποιή<σας> τοὺς καλάμους, δήσας αὐτοὺς ἐφ' ἓν νεύροις φοίνικος al preparar las cañas, átalas haciendo un manojo con fibras de palmera P IV 3197