βρωμολόγος
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
English (LSJ)
ον, foul-mouthed, Luc.Pseudol.24.
Spanish (DGE)
-ον
de habla fétida palabra ridiculizada por Luc.Pseudol.24.
German (Pape)
[Seite 467] Stinkreden führen, Luc. Pseudol. 24.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βρωμολόγος -ον βρῶμος: stank, λέγω ‘stinksprekend’.
Russian (Dvoretsky)
βρωμολόγος: ὁ сквернослов Luc.
Greek (Liddell-Scott)
βρωμολόγος: -ον, ὁ βρωμεροὺς λόγους λέγων, αἰσχρολόγος, Λουκ. Ψευδολ. 24.
Greek Monolingual
βρωμολόγος, -ον (Α)
αυτός που λέει βρόμικους λόγους, ο αισχρολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρώμος (II) + -λογος < λόγος.
Translations
Arabic: بَذِيء اللِّسَان; Catalan: malparlat, renegaire, llenguallarg; Danish: grov i munden; Finnish: rääväsuinen; French: mal embouché; German: unflätig, mit Schimpfwörtern um sich werfend; Greek: αθυρόστομος; Ancient Greek: αἰσχροεπής, αἰσχρολόγος, βρωμολόγος, κακόστομος, κακόφημος, μιαρόγλωσσος; Italian: sboccato, scurrile; Latin: maledicax; Norwegian Bokmål: rappkjeftet; Polish: niewyparzony; Portuguese: desbocado; Scots: roch; Spanish: malhablado, desbocado, deslenguado, lenguaraz; Tagalog: palamura; Westrobothnian: fulmönt