εξαιτώ
From LSJ
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
Greek Monolingual
(AM ἐξαιτῶ, -έω)
μέσ. ἐξαιτοῦμαι
ζητώ παρακλητικά να μού δοθεί κάτι («δὸς πᾶσιν ἡμῖν ὥσπερ ἐξαιτούμεθα», Σοφ.)
αρχ.
1. ζητώ ή απαιτώ κάτι
2. ζητώ σε γάμο
3. αξιώνω την παράδοση κάποιου, κυρίως δούλου, για βασανισμό ή ανάκριση με βασανιστήρια («ἐξαιτοῦσι [τοὺς θεράποντας] οὐκ ἠθέλησαν ἐκδιδόναι», Αντιφ.)
4. παρακαλώ, ζητώ παρακλητικά («ἡ δὲ μήτηρ ἐξαιτησαμένη αὐτόν ἀποπέμπει πάλιν ἐπὶ τὴν ἀρχήν», Ξεν.)
5. (με εμπρόθ. προσδ.) μεσιτεύω
6. μέσ. ζητώ συγνώμη, άφεση («εἴ πως τὰ πρόσθε σφάλματ' ἐξαιτούμένος», Ευρ.).