διισχυρίζομαι

From LSJ
Revision as of 13:30, 1 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "fut. attic" to "fut. Attic")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek (Liddell-Scott)

διισχῡρίζομαι: στηρίζομαι εἴς τι, ἐπιστηρίζομαι, τῷ λόγῳ Ἀντιφῶν 133. 20, πρβλ. Αἰσχίν. 25. 9. ΙΙ. μετὰ πεποιθήσεως βεβαιῶ, τι Πλάτ. Φαίδωνι 63C, κτλ.· δ. τι εἶναι αὐτόθι 114D· δ. ὡς... ὁ αὐτ. Θεαιτ. 154Α· ὅτι... Δημ. 447. 25· δ. περί τινος Ἀνδοκ. 20. 14, Λυσ. 138. 3· τι ὑπέρ τινος Πλάτ. Μένωνι 86Β· περί τινος, ὡς... Ἐπ. Πλάτ 317C·― ἀπολ., ὁ αὐτ. Θεαιτ. 158D, κτλ.

Greek Monolingual

διισχυρίζομαι) ισχυρίζομαι
υποστηρίζω με επιμονή, επιμένω στους ισχυρισμούς μου
αρχ.
στηρίζομαι, βασίζομαι.

Middle Liddell

fut. Attic -ιοῦμαι
I. Dep. to lean upon, rely on, τινι Aeschin.
II. to affirm confidently, τι Plat.; δ. τι εἶναι Plat.