τεκμήριον
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
English (LSJ)
τό, (τεκμαίρομαι) A = τέκμαρ ΙΙ (cf. Arist.Rh.1357b8,9), a sure sign or token, Hdt.2.13, 9.100, etc.; τεκμηρίοισιν ἐξ οἰμωγμάτων A.Ag.1366; καὶ μὴν στίβοι γε, δεύτερον τ. Id.Ch.205; θανόντος πίστ' ἔχων τ. S.El.774; ἐμφανῆ τ. ib.1109; ἀσφαλὲς τ. E.Rh. 94; ταῦτα δὴ πάντα τ. ὅτι . . Hp.VM8: Medic., a sure symptom, Id.Prog.25, Sor.1.33, Gal.18(2).306. 2 simply sign, symbol, τοῦ φιλαποδήμου Sor.Vit.Hippocr.12. II proof (properly of an argumentative kind, opp. direct evidence, Is.4.12, 8.6), A.Eu.485, Pl.Tht.158b, al.; opp. τὰ εἰκότα, Antipho 2.4.10; but οὐκ εἰκότα τ. Id.4.4.2; τ. δίκαιον Id.1.10; τ. τινός proof of a thing, A.Eu.662, Ar. Av.482, etc.; τ. δὲ τοῦδε τὸν Ὅμηρον λαβέ (i.e. the case of Homer) Philem.97.5; also τ. περὶ τῶν μελλόντων And.3.2, cf. Pl.Tht.185b; τ. τινὸς δοῦναι, παρασχέσθαι, A.Pr.826, X.Ages.6.1; λέξω A.Eu. 447; δείξω, ἐπιδείξω, ἀποδεῖξαι, ib.662, Supp.53 (lyr.), Pl.Tht.158b; τ. ἀποφαίνειν περὶ σοφίας Id.Hp.Ma.283a; ἔχειν A.Supp.271. 2 τεκμήριον δέ as an independent clause, now the proof of it is this (which follows), take this as a proof, Th.2.39, D.20.10, etc.; more fully, τ. δέ μοι τούτου τόδε· αἱ μὲν γὰρ φαίνονται κτλ. Hdt.2.58; τ. δὲ τούτου καὶ τόδε· παρὰ μὲν Κύρου κτλ. X.An.1.9.29; χρῆσθαι τεκμηρίῳ ὅτι . . (ὅτι introducing the reason, not the fact) And.1.24, cf. Lys.30.15. 3 in the Logic of Aristotle, demonstrative proof, opp. to the fallible σημεῖον and εἰκός, APr.70b2, Rh.1357b4, 1402b19, cf. Phld.Rh.1.369 S.
German (Pape)
[Seite 1082] τό, Zeichen, Kennzeichen, Merkmal; ἦ γὰρ τεκμηρίοισιν ἐξ οἰμωγμάτων μαντευσόμεσθα, Aesch. Ag. 1339; θανόντος πίστ' ἔχων τεκμ ήρια, Soph. El. 264, vgl. 842. 1098; τρόπ ων τεκμήριον, Eur. Ion 237; μέγα τί σοι τεκμήριον ἐρῶ, Plat. Gorg. 456 b, u. öfter; περὶ τῶν μελλόνεων, Andoc. 3, 2. – Bes. dec aus sichern Kennzeichen entnommene Schluß, Ggstz von σημεῖον, s. Arist. rhet. 1, 2 u. anal. prior. 2, 27; τἀφανῆ τεκμηρίοισιν εἰκότως ὰλίσκεται, Eur. frg.; u. bes. Beweis, τεκμήριον τοῦτ' αὐτὸ δοὺς μύθων ἐμῶν, Aesch. Prom. 882; καὶ μαρε ύρια, Eum. 463, u. öfter; ὡς ο ὐκ ἔνόμιζεν θεοὺς ποίῳ ποτ' ἔχρήσαντο τεκμηρίῳ, Xen. Mem. 1, 1. 2; am häufigsten τεκμήριον δέ, od. τεκμήριον δὲ μέγισεον, Dem. 29, 7, so daß der Beweis selbst in einem neuen Satze mit γάρ angeknüpft wird, und wir übersetzen »zum Beweise dient, daß«, s. Wolf zu Dem. Lpt. p. 225; vgl. Plat. Conv. 178 b Prot. 359 b, u. öfter; bes. bei Arist. häufig. Vollständiger sagt Xen. An. 1, 9, 29 τεκμήριον δὲ τούτου καὶ τόδε· παρὰ μὲν Κύρου, wie Plat. Gorg. 487 d u. öfter; vgl. Thuc. 2, 50 Xen. Cyn. 5, 31.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 signe de reconnaissance;
2 marque, témoignage, preuve ; τεκμήριον δὲ τούτου τόδε· αἱ μὲν γὰρ… HDT et la preuve de ce que je dis, c'est que ; τεκμήριον δέ THC en voici la preuve.
Étymologie: τέκμαρ.
Russian (Dvoretsky)
τεκμήριον: τό (явный) признак, свидетельство, довод, доказательство (τ. τινος διδόναι Aesch., παρέχεσθαι Xen. или ἀποδεικνύναι Plat.): τ. δέ Thuc., Dem., Arst. доказательством же (этого является следующее).
Greek (Liddell-Scott)
τεκμήριον: τό, (τεκμαίρομαι) ὡς τὸ τέκμαρ ΙΙ (πρβλ. Ἀριστ. Ρητορ. 1. 2, 17), βέβαιον σημεῖον ἢ ἀπόδειξις, Ἡρόδ. 2. 13., 9. 100, καὶ Ἀττ.· τεκμηρίοισιν ἐξ οἰμωγμάτων Αἰσχύλ. Ἀγ. 1366· καὶ μὴν στίβοι γε, δεύτερον τεκμ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 205· θανόντος πίστ’ ἔχων τεκμήρια Σοφ. Ἠλ. 744· ἐμφανῆ τ. αὐτόθι 1109· ἀσφαλὲς τ. Εὐριπ. Ρῆσ. 94· ― παρὰ τοῖς Ἰατροῖς, βέβαιον σύμπτωμα, Ἱππ. 46. 45. κλπ. ΙΙ. βεβαία ἀπόδειξις (κυρίως συλλογιστική, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἀπ’ εὐθείας μαρτυρίαν, Ἰσαῖ. 47. 33., 69. 18), Αἰσχύλ. Εὐμ. 485, καὶ συχν. παρὰ Πλάτ., κλπ.· ἀντίθετον τῷ εἰκός, Ἀλκίφρων 120. 18· ἀλλά, οὐκ εἰκότα τεκμήρια ὁ αὐτ. 128. 14· τ. δίκαιον ὁ αὐτ. 112. 32· τ. τινος, ἀπόδειξις περί τινος πράγματος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 662, Ἀριστοφ. Ὄρν. 482, κλπ.· σπανίως ἐπὶ προσώπου, τ. δὲ τοῦδε τὸν Ὅμηρον λαβὲ Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 11· ― ὡσαύτως, τ. περὶ τῶν μελλόντων Ἀνδοκ. 23. 39, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 13, Πλάτ. Θεαίτ. 185Β· ― τ. τινος διδόναι, παρέχεσθαι Αἰσχύλ. Πρ. 826, Ξεν. Ἀγησ. 6, 1· λέγειν Αἰσχύλ. Εὐμ. 447· δεικνύναι, ἐπιδεικνύναι, ἀποδεικνύναι αὐτόθι 662, Ἱκέτ. 54, Πλάτ. Θεαίτ. 158Β· ἀποφαίνειν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζ. 283Α· ἔχειν Αἰσχύλ. Ἱκ. 271. 2) παρ’ Ἀττικ. συχνάκις εὑρίσκομεν τεκμήριον δὲ ὡς ἀναξάρτητον πρότασιν, ἡ δὲ ἀπόδειξις τούτου εἶναι (τὸ ἑξῆς), π.χ. Οουκ. 2. 39, πρβλ. Wolf. εἰς Δημ. Λεπτ. 459. 28· πληρέστερον: τ. δέ μοι τούτου τόδε· αἱ μὲν γὰρ φαίνονται Ἡρόδ. 2. 58· τ. δὲ τούτου καὶ τόδε· παρὰ μὲν Κύρου Ξεν. Ἀν. 1. 9, 29· οὕτω, χρῆσθαι τεκμηρίῳ ὅτι... (διὰ τοῦ ὅτι εἰσάγεται ὁ λόγος, ἡ αἰτία, οὐχὶ τὸ πρᾶγμα), Ἀνδοκ. 4. 25, Λυσί. 184. 29, πρβλ. σημεῖον ΙΙ. 2. 3) ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστοτέλους, βεβαία, ἀναντίρρητος ἀπόδειξις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ μὴ βεβαιωτικὰ σημεῖον καὶ εἰκός, ἴδε Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 27, 7, Ρητορ. 1. 2, 16., 2. 25, 8 κἑξ.
English (Strong)
neuter of a presumed derivative of tekmar (a goal or fixed limit); a token (as defining a fact), i.e. criterion of certainty: infallible proof.
English (Thayer)
τεκμηριου, τό (from τεκμαίρω to show or prove by sure signs; from τέκμαρ a sign), from Aeschylus and Herodotus down, that from which something is surely and plainly known; an indubitable evidence, a proof (Hesychius τεκμήριον. σημεῖον ἀληθές): 3 Maccabees 3:24).
Greek Monotonic
τεκμήριον: τό (τεκμαίρομαι)·
I. όπως το τέκμαρ II, βέβαιο σημάδι ή απόδειξη, σε Ηρόδ., Αττ.
II. θετική απόδειξη (κυρίως λέγεται για συλλογισμό), σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· στην Αττ. πεζογραφία, τεκμήριον δέ, ως ανεξάρτητη πρόταση, η απόδειξη αυτού είναι το εξής (αυτό που ακολουθεί), σε Θουκ. κ.λπ.
Middle Liddell
τεκμήριον, ου, τό, τεκμαίρομαι
I. like τέκμαρ II, a sure signs. or token, Hdt., Attic
II. a positive proof, Aesch., Plat., etc.:—in attic Prose τεκμήριον δέ as an independent clause, now the proof of it is this (which follows), Thuc., etc.
Chinese
原文音譯:tekm»rion 帖克姆里按
詞類次數:名詞(1)
原文字根:表號
字義溯源:表號,肯定的證明,證據,憑據;源自(τεῖχος)X*=目標)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 憑據(1) 徒1:3
English (Woodhouse)
evidence, proof, sign, token, witness, proof sign
Mantoulidis Etymological
(=ἀπόδειξη). Ἀπό τό τεκμαίρομαι (=συμπεραίνω) πού παράγεται ἀπό τό οὐσ. τό τέκμαρ (=ὁρισμένο σημεῖο, τέρμα) κι αὐτό Ἀπό ρίζα τεκ- τοῦ τίκτω. Παράγωγα τοῦ τεκμαίρομαι: τέκμαρσις (=ἐμπειρία), τεκμαρτέος, τεκμαρτέον, τεκμαρτικός (=στοχαστικός), τεκμαρτός, ἀξιοτέκμαρτος (=ἀξιόπιστος), ἀτέκμαρτος (=ἀβέβαιος), ἀτεκμάρτως, διστέκμαρτος, τεκμηριῶ (=ἀποδεικνύω), τεκμηρίωσις (=ἀπόδειξη).