πτερνιστήρ
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
Greek Monolingual
ο / πτερνιστήρ, -ῆρος, ΝΜ, και πτερνιστήρα και φτερνιστήρα, ἡ, Μ
μεταλλικό αντικείμενο που προσαρμόζεται στη φτέρνα τών υποδημάτων τών ιππέων και το οποίο έχει αιχμή ή τροχίσκο στο εξωτερικό του άκρο, με τα οποία κεντά ο αναβάτης το υποζύγιο για να τρέξει, κν. σπιρούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερνίζω + επίθημα -τηρ(ας), πρβλ. σωφρονισ-τήρ].
Greek (Liddell-Scott)
πτερνιστήρ: ῆρος, ὁ, τὸ σιδήριον τὸ προσαρμοζόμενον εἰς τὴν πτέρναν τῶν ὑποδημάτων, κυρίως τῶν ἱππέων ὅπως δι’ αὐτῶν κεντῶσι τοὺς ἵππους, Λέοντ. Τακτ. 6, 4,