λιπαρία
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
Ion. λιπαρίη, ἡ,
1 persistence, perseverance, λιπαρίῃ τε καὶ ἀρετῇ ἀντέχομεν Hdt.9.21, cf. 70; importunity, Ael.Fr.61.
2 (λιπαρός) fatness, Dsc.1.40.
German (Pape)
[Seite 50] ἡ, die Fettigkeit, Diosc.
French (Bailly abrégé)
1ας (ἡ) : persistance, persévérance.
Étymologie: λιπαρής.
2ας (ἡ) : [ῐπᾰ] graisse, DIOSC. 1, 49.
Étymologie: λιπαρός.
Greek (Liddell-Scott)
λῑπᾰρία: Ἰων. -ίη, ἡ, (λιπαρής) ἐπιμονή, ἐμμονή, λιπαρίῃ τε καὶ ἀρετῇ ἀντέχομεν Ἡρόδ. 9. 21, πρβλ. 70, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.
Greek Monolingual
(I)
λιπαρία, ιων. τ. λιπαρίη, ἡ (Α) λιπαρώ
1. εμμονή, επιμονή
2. φορτική, ενοχλητική συμπεριφορά.
(II)
λιπαρία, ἡ (Α, Μ λιπαριά) λιπαρός
πάχος, παχύτητα.
Greek Monotonic
λῑπᾰρία: Ιων. λιπαρίη, ἡ, επιμονή, εμμονή, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
λῑπᾰρία, ἡ,
importunity, persistence, Hdt.