εἰλεώδης
προσέχετε ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασιν προβάτων ἔσωθεν δέ εἰσίν λύκοι ἅρπαγες → beware of the false prophets, who come to you in sheep's clothing, and inwardly are ravening wolves
English (LSJ)
ες, of the nature of εἰλεός (intestinal obstruction) 1, τὰ εἰλεώδη = symptoms of intestinal colitis, Hp.Epid.3.1.θ'; οἱ εἰλεώδεις = those who suffer from intestinal obstruction, Dsc.1.30; causing intestinal obstruction, Aret.SA2.6 (dub.). Adv. εἰλεωδῶς = in the form of colic Sor.2.29, Herod.Med. in Rh.Mus.58.108.
Spanish (DGE)
-ες
medic.
1 relativo al íleo, propio del cólico intestinal πρὸς τὰς εἰλεώδεις τοῦ στομάχου ἀνατροπάς Gal.13.148, στρόφοι εἰλεώδεις cólicos intestinales Ael.Prom.56.26, 69.24
•más frec. subst. τὰ εἰλεώδη = síntomas del íleo, síntomas del cólico intestinal Hp.Epid.3.1.9, Coac.461, cf. Mnesith.Ath.51.27
•subst. οἱ εἰ. los enfermos que padecen obstrucción intestinal Hp.Ep.21, Dsc.1.30, Gal.14.164.
2 adv. εἰλεωδῶς = como en el cólico intestinal τοῖς δὲ εἰ. ὀχλουμένοις Anon.Med.Acut.Chron.14.2.1, ὡς εἰ. στροφουμένης τῆς μήτρας Sor.3.5.125, ὠφελεῖ δὲ καὶ τοὺς εἰ. τὰ ἔντερα διατιθεμένους Gal.14.273.
Greek (Liddell-Scott)
εἰλεώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων τὰ χαρακτηριστικὰ εἰλεοῦ, προερχόμενος ἐξ εἰλεοῦ, ᾗ τὰ εἰλεώδεα δυσφόρως ὥρμησεν, ἔμετοι πολλοὶ... πόνοι περὶ τὰ ὑποχόνδρια Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄, 1077· ὁ προξενῶν τὴν νόσον ταύτην, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 6. - Ἐπίρρ., εἰλεωδῶς στροφουμένης τῆς μήτρας Σωρ. Ἐφ. ἔκδ. Erm. σ. 233.
Greek Monolingual
-ες (AM εἰλεώδης, -ες)
αυτός που αναφέρεται στον ειλεό ή παρουσιάζει συμπτώματα ειλεού
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί ειλεό
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ εἰλεώδεις
όσοι πάσχουν από ειλεό.