ὑφόλμιον

From LSJ
Revision as of 16:44, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦsurely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφόλμιον Medium diacritics: ὑφόλμιον Low diacritics: υφόλμιον Capitals: ΥΦΟΛΜΙΟΝ
Transliteration A: hyphólmion Transliteration B: hypholmion Transliteration C: yfolmion Beta Code: u(fo/lmion

English (LSJ)

τό, (ὅλμος II. I) A mortar-stand, Ar.Fr.61. II part of the ὅλμος (in a flute, v. ὅλμος 11.5), Pherecr.242, Poll.4.70.

Russian (Dvoretsky)

ὑφόλμιον: ὅλμος τό основание ступы Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφόλμιον: τό, (ὅλμος) τὸ ὑπόθημα ὅλμου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 155 (Πολύδ. Ι΄, 144). ΙΙ. μέρος τοῦ ὅλμου (ἐν τῷ αὐλῷ, ἴδε ὅλμος ΙΙ 5), Φερεκράτ. ἐν Ἀδήλ. 58, Πολύδ. Δ΄, 70.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. βάση γουδιού
2. το τμήμα του αυλού που βρίσκεται κοντά στο στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὅλμος «γουδί, το στόμιο του αυλού» + κατάλ. -ιον].

German (Pape)

τό, Untersatz des Mörsers oder der Stampfmühle; Poll. 10.114; Hesych.; Ansatz der Flöte am Mundstücke, Poll. 4.70; Pherecr. bei Phot.