λυσσηδόν
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
Adv. furiously, madly, Opp.H.2.573.
Greek (Liddell-Scott)
λυσσηδόν: Ἐπίρρ., μανιωδῶς, μετὰ μανίας, Ὀππ. Ἁλ. 2. 573.
Greek Monolingual
λυσσηδόν (Α)
επίρρ. λυσσωδώς, μανιωδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν, λυκηδόν)].
German (Pape)
auf rasende Weise, Opp. Hal. 2.573.