εὐπιστία
From LSJ
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
English (LSJ)
ἡ, pious belief, prob. cj. in Jul.Or.4.153a.
Greek Monolingual
η (Α εὐπιστία) εύπιστος
νεοελλ.
1. η ιδιότητα του εύπιστου, η ευκολοπιστία
2. αφέλεια, απλοϊκότητα, ακρισία
αρχ.
1. εμπιστοσύνη, πεποίθηση
2. ευσεβής πίστη.
Russian (Dvoretsky)
εὐπιστία: ἡ доверие (Aeschin. - v.l. к ἀπιστία).
German (Pape)
ἡ, Zuversicht, Vertrauen, Schol. Ap.Rh. 2.895; bei Aesch. 1.57 s. L.