διάτομος
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
ον, = διχότομος, Mart.Cap.8.864.
Spanish (DGE)
-ον
cortado en dos, seccionado Mart.Cap.8.864 (var.)
•separado, dividido Procl.in Ti.1.350.4.
Greek (Liddell-Scott)
διάτομος: -ον, = διχότομος, Marcian. Capell.
Greek Monolingual
διάτομος, -ον (Α) διατέμνω
αυτός που διαιρεί στα δύο.
German (Pape)
zerschnitten, geteilt, Sp.