κακόμορος

From LSJ
Revision as of 16:53, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόμορος Medium diacritics: κακόμορος Low diacritics: κακόμορος Capitals: ΚΑΚΟΜΟΡΟΣ
Transliteration A: kakómoros Transliteration B: kakomoros Transliteration C: kakomoros Beta Code: kako/moros

English (LSJ)

ον, = κακόμοιρος (ill-fated), Hsch. s.v. ἄμμορον, Suid. s.v. ἄμμορος. Adv. κακομόρως Cat.Cod.Astr. 8(4).129, 142.

Greek (Liddell-Scott)

κακόμορος: -ον, = τῷ προηγ., Ἡσύχ. ἐν λέξει πανάποτμος, Σουΐδ. ἐν λ. αἰνόμορος.

Greek Monolingual

κακόμορος, -ον (AM)
(γλώσσα του Ησύχ. στη λ. ἄμμορον και του λεξ. Σούδα στη λ. ἄμμορος) κακόμοιρος.
επίρρ...
κακομόρως (Α)
με κακή μοίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μορος (< μόρος), πρβλ. αινόμορος, πρωτόμορος].

German (Pape)

von bösem Geschick, unglücklich, VLL.