βοσκητέον
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
one must feed, τὸν πατέρζ Ar.Av.1359.
Spanish (DGE)
hay que cebar, hay que alimentar τὸν πατέρα Ar.Au.1359.
Greek (Liddell-Scott)
βοσκητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ θρέψῃ, βοσκήσῃ, τι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1359.
Greek Monotonic
βοσκητέον: ρημ. επίθ. του βόσκω, κάποιος πρέπει να θρέψει, να βοσκήσει, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βοσκητέον, adj. verb. van βόσκω, men moet voederen.
German (Pape)
man muß ernähren, Ar. Av. 1359.