βαρουλκός

From LSJ
Revision as of 16:53, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρουλκός Medium diacritics: βαρουλκός Low diacritics: βαρουλκός Capitals: ΒΑΡΟΥΛΚΟΣ
Transliteration A: baroulkós Transliteration B: baroulkos Transliteration C: varoulkos Beta Code: baroulko/s

English (LSJ)

(sc. μηχανή), ἡ, lifting-screw, invented by Archimedes, Papp.1060, al., prob. in Vitr.10.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

βαρουλκός: (ἐνν. μηχανή), ἡ, μηχανὴ πρὸς τὸ ἕλκειν ἤ ἀνεγείρειν βάρη, ἐπινοηθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἀρχιμήδους, Ἥρων Μαθ.· - ὡσαύτως, βαρυολκός.

Greek Monolingual

βαρουλκός, η (Α)
(ενν. μηχανή) το βαρούλκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάρος + -ουλκός < ολκή ή ολκός < έλκω].

German (Pape)

ὁ, Hebewinde, Tzetz. S. βαρυολκός.