ὑφαλμυρίζω
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
to be or taste somewhat salt, Id.1.14, Plu.2.669b.
French (Bailly abrégé)
être un peu salé.
Étymologie: ὑπό, ἁλμυρός.
Russian (Dvoretsky)
ὑφαλμῠρίζω: иметь солоноватый вкус: τὰ ὑφαλμυρίζοντα μετρίως τῶν σιτίων Plut. умеренно соленые кушанья.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφαλμῠρίζω: εἶμαι ὑφάλμυρος, ἔχω γεῦσιν ὀλίγον ἁλμυράν, ἔστι δὲ (ὁ ἀδάρκης) ἐπίπαγος ὑφαλμυρίζων Διοσκ. 5. 137, Πλούτ. 2. 669Β.
Greek Monolingual
ὑφαλμυρίζω, ΝΑ, και υφαρμυρίζω Ν
(αμτβ.) είμαι κάπως αλμυρός, έχω αλμυρή γεύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἁλμυρίζω.