λοιμεύομαι
From LSJ
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
English (LSJ)
(λοιμός) to be pestilent, LXX Pr.19.19.
Greek (Liddell-Scott)
λοιμεύομαι: (λοιμός), ἀποθ., προξενῶ φθοράν, Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΘ΄, 19).
Greek Monolingual
λοιμεύομαι (Α) λοιμός
επιφέρω όλεθρο, προξενώ φθορά.