ὠκυπέδιλος
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
ον, with swift sandals, swift-footed, Nonn.D.8.220.
Greek (Liddell-Scott)
ὠκῠπέδῑλος: -ον, ὁ ὠκέα ἔχων πέδιλα, ὠκύπους, Νόνν. Δοινυσ. 8. 220.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(ποιητ. τ.) ωκύπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πέδιλον (πρβλ. εὐρυ-πέδιλος)].