σφαιρίδιον: [ρῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ σφαῖρα, ἡ λαιὰ σφαιρίδιόν τι κατέχει περιτερπὲς Εὐμάθ. 37Β, 45Α.
τό, dim. von σφαῖρα, Kügelchen, Bällchen.