ἀκαπήλευτος

From LSJ
Revision as of 17:03, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαπήλευτος Medium diacritics: ἀκαπήλευτος Low diacritics: ακαπήλευτος Capitals: ΑΚΑΠΗΛΕΥΤΟΣ
Transliteration A: akapḗleutos Transliteration B: akapēleutos Transliteration C: akapileftos Beta Code: a)kaph/leutos

English (LSJ)

ον, = ἀκάπηλος (free from tricks of trade), Suid.

Spanish (DGE)

-ον
1 sin engaño, sin fraude Cyr.Al.M.70.53A, Sud.
de pers. sincero Synes.Ep.49.
2 adv. -ως desinteresadamente Basil.M.31.985A.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκᾰπήλευτος: -ον, ἀμέτοχος καπηλικῶν δόλων, εἰλικρινής, Συνέσ. 187D.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκαπήλευτος, -ον) καπηλεύω
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης, που δεν τον έχουν καπηλευθεί ανέντιμα
αρχ.-μσν.
1. απαλλαγμένος από αισχροκέρδεια
2. αυτός που δεν καπηλεύεται κάτι, ειλικρινής, άδολος «ἀκαπήλευτον ἦθος» (Συνέσιος), «ἀκαπήλευτον, ἄδολον... ἀρᾳδιούργητον» (Φώτιος)
ἀκαπηλεύτως επίρρ. αφιλοκερδώς (Μ. Βασίλειος).

German (Pape)

nicht verhökert, unverfälscht, Sp.