ἀκαπήλευτος
From LSJ
English (LSJ)
ον, = ἀκάπηλος (free from tricks of trade), Suid.
Spanish (DGE)
-ον
1 sin engaño, sin fraude Cyr.Al.M.70.53A, Sud.
•de pers. sincero Synes.Ep.49.
2 adv. -ως desinteresadamente Basil.M.31.985A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκᾰπήλευτος: -ον, ἀμέτοχος καπηλικῶν δόλων, εἰλικρινής, Συνέσ. 187D.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκαπήλευτος, -ον) καπηλεύω
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης, που δεν τον έχουν καπηλευθεί ανέντιμα
αρχ.-μσν.
1. απαλλαγμένος από αισχροκέρδεια
2. αυτός που δεν καπηλεύεται κάτι, ειλικρινής, άδολος «ἀκαπήλευτον ἦθος» (Συνέσιος), «ἀκαπήλευτον, ἄδολον... ἀρᾳδιούργητον» (Φώτιος)
ἀκαπηλεύτως επίρρ. αφιλοκερδώς (Μ. Βασίλειος).
German (Pape)
nicht verhökert, unverfälscht, Sp.