ἀδιάλλακτος
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
English (LSJ)
ον, irreconcilable, τὰ πρὸς ὑμᾶς ἀ. ὑπάρχει my relation to you admits no reconciliation, D.Ep.2.21, cf.24.8, D.Chr.38.17, etc. Adv. ἀδιαλλάκτως, ἔχειν πρός τινα D.H.6.56, cf. Plu.Brut.45.
Spanish (DGE)
-ον
1 irreconciliable de pers. τὰ πρὸς ὑμᾶς ἀδιάλλακτα ὑπάρχει no podemos reconciliarnos con vosotros D.Ep.2.21, ἐχθρός D.8.43, 24.8, ἔχθρα Heraclit.All.54
•de cosas que no da tregua πόλεμος D.Chr.38.17.
2 adv. ἀδιαλλάκτως = irreconciliablemente ἀ. ... πρὸς ἡμᾶς ἔχειν D.H.6.56, cf. Plu.Brut.45.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
irréconciliable.
Étymologie: ἀ, διαλλάσσω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάλλακτος: -ον, ὅστις δὲν διαλλάσσεται, ἀφιλίωτος· τὰ πρὸς ὑμᾶς ἀδιάλλακτα ὑπάρχει, αἱ πρὸς ὑμᾶς σχέσεις μου δὲν ἐπιδέχονται φιλίωσιν, Δημ. 1472, 23: - Ἐπίρρ. ἀδιαλλάκτως ἔχειν πρός τινα, Διον. Ἁλ. 6. 56, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 45.
Russian (Dvoretsky)
ἀδιάλλακτος: непримиримый (ἐχθρός Dem.; ἡγεμών, πόλεμος Plut.).
German (Pape)
unversöhnlich, bes. ἐχθρός, z.B. Dem. 24.8; πόλεμος Plut. Syll. 25.
• Adv., ἀδιαλλάκτως ἔχειν πρός τινα Dion.Hal. 6.56; Plut. oft.