ἐπιρρητορεύω

From LSJ
Revision as of 17:09, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρητορεύω Medium diacritics: ἐπιρρητορεύω Low diacritics: επιρρητορεύω Capitals: ΕΠΙΡΡΗΤΟΡΕΥΩ
Transliteration A: epirrētoreúō Transliteration B: epirrētoreuō Transliteration C: epirritoreyo Beta Code: e)pirrhtoreu/w

English (LSJ)

A declaim over, τί τινι Luc.Hist.Conscr.26; τι κατά τινος Ach.Tat.8.8. II. introduce besides, τοὺς ἐπιλογικοὺς οἴκτους Ath.13.590e.

French (Bailly abrégé)

débiter sur un ton de rhéteur, déclamer.
Étymologie: ἐπί, ῥητορεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρρητορεύω: ораторствовать, декламировать, разглагольствовать (τοιαῦτα καὶ τοσαῦτά τινι Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρητορεύω: ῥητορεύω ἐπί τινος, ἐπάνω εἴς τινα, ὃς τοιαῦτα καὶ τοσαῦτα ἐπερρητόρευσεν αὐτῷ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 26· τι κατά τινος Ἀχ. Τάτ. 8. 8. ΙΙ. εἰσάγω πρὸς τούτοις ὡς ῥητορικὸν ἐπίλογον, Ἀθήν. 590Ε.

Greek Monolingual

ἐπιρρητορεύω (Α) ρητορεύω
1. ρητορεύω, μιλώ για κάτι
2. προσθέτω στο τέλος του ρητορικού μου λόγου.

Greek Monotonic

ἐπιρρητορεύω: μέλ. -σω, ρητορεύω πάνω σε ένα θέμα, τί τινι, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. σω
to declaim over, τί τινι Luc.

German (Pape)

als Redner, in der Rede hinzufügen, οἴκτους ἐπιλογικούς Ath. XIII.590e; bes. mit dem Nebenbegriff schwatzen, Redensarten machen, τοσαῦτά τινι Luc. hist. scrib. 26; κατά τινος, Achill.Tat. 8.8.