πορφυρόβλαστος
Greek Monolingual
-ον, Μ
πορφυρογέννητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + βλαστός (< βλαστάνω)].
German (Pape)
= πορφυρογέννητος, bei sehr Sp.
-ον, Μ
πορφυρογέννητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + βλαστός (< βλαστάνω)].
= πορφυρογέννητος, bei sehr Sp.