κυνδαλοπαίκτης
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
English (LSJ)
v. κυνδαλισμός.
Greek Monolingual
κυνδαλοπαίκτης, ὁ (Α)
αυτός που παίζει κυνδαλισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυνδάλη + παίκτης.
German (Pape)
ὁ, der κυνδαλισμός spielt, Poll. a.a.O., Hesych.