κουρίας
From LSJ
English (LSJ)
ου, ὁ, one who wears his hair short, ἐν χρῷ κ. Luc.Fug.27, Vit.Auct.20, D.L.6.31; cf. ἐγχρωκουρίας.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui a les cheveux coupés.
Étymologie: κουρά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κουρίας -ου [κουρά] als adj. met kort(geknipt) haar.
Russian (Dvoretsky)
κουρίας: ου adj. m стриженый Luc., Diog. L.
Greek Monolingual
κουρίας, ὁ (Α)
αυτός που έχει κουρεμένα μαλλιά («τὸν ἐν χρῷ κουρίαν ἐκεῖνον», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουρά + επίθημα -ίας].
Greek Monotonic
κουρίας: -ου, ὁ (κουρά), κάποιος με κοντά μαλλιά, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
κουρίας: -ου, ὁ, ὁ ἔχων βραχεῖαν κόμην, κεκαρμένος, Λουκ. Δραπ. 27, Βίων Πρᾶσ. 20, Διογ. Λ. 6. 31.
Middle Liddell
κουρίας, ου, κουρά
one with short hair, Luc.
German (Pape)
ὁ, der mit geschorenem Haare geht; ἐν χρῷ κουρίας Luc. Fugit. 27 und vit.auct. 20; DL. 6.31 und Vetera Lexica, die es wie Phryn. 60 statt ψιλόκουρος empfehlen.