Μεγάβυζος
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
Greek Monolingual
Μεγάβυζος και Μεγάβυξος, ὁ (Α)
1. περσικό κύριο όνομα («τοῦ Μεγαβύζου παιδὶ Ζωπύρῳ», Ηρόδ.)
2. τίτλος στρατηγών και ιερέων («ἱερέας δ'... εἶχον οὕς ἐκάλουν Μεγαβύζους», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Περσικό κύριο όνομα που αργότερα έγινε τίτλος στρατηγών και ιερέων (Bagabukhša «ο από θεού ελευθερωθείς»)].
Russian (Dvoretsky)
Μεγάβυζος: ὁ Мегабиз
1 персидский наместник в Аравии Xen.;
2 неокор, т. е. смотритель храма Артемиды Эфесской Xen.
Greco-Persian Names
APers. Bagabuxša ; Ba[gab]uxša nāma [Dātu]hyahyā puθra Pārsa, Megabyzus by name, the son of Dātuhya, a Persian (Bh. 4,85). APers. baga, god, YAv. baγa (MPers. baγ) + *buxša, fr. *buj, YAv. buj (MPers. bōxtan), to free (Tolman, Lex. and Texts, 113).