Σόλοι

From LSJ
Revision as of 13:50, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
Soles :
1 ville de Chypre;
2 ville de Cilicie.

Greek Monolingual

οι, ΝΑ
1. αρχαία πόλη της Τραχείας Κιλικίας της οποίας οι κάτοικοι, κατά τους άλλους Έλληνες, μιλούσαν διαπράττοντας πολλά, ιδίως συντακτικά, λάθη
2. αρχαία πόλη-κράτος της Κύπρου.

Russian (Dvoretsky)

Σόλοι: οἱ Солы
1 город на сев.-зап. берегу Кипра Aesch., Her.;
2 впосл. Πομπηϊούπολις, приморский г. Киликии, родина философа Хрисиппа, комедиографа Филемона и поэта Арата Xen.