εὐόφθαλμος

Revision as of 14:20, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

English (LSJ)

ον,
A with beautiful eyes, X.Cyr.8.1.41 (Comp.), BGU 316.14 (iv A.D.).
2 keen-eyed, X.Smp.5.5 (Sup.).
II pleasing to the eye, Aristox.Fr.Hist.15, Cat.Cod.Astr.8(4).240: metaph., fair only to the eye, specious, εὐόφθαλμον ἀκοῦσαι μόνον Arist.Pol.1268b24. Adv. εὐοφθάλμως = in a way pleasing to the eyes, gracefully Antipho Fr.59.

German (Pape)

[Seite 1085] mit guten, schönen Augen, compar., Xen. Cyr. 8, 1, 41; καρκίνον εὐοφθαλμότατον εἶναι τῶν ζῴων Conv. 5, 5; – gut für's Auge, dem Auge wohlthuend, Ath. XII, 545 e u. Sp.; übertr. εὐόφθαλμον ἀκοῦσαι, was sich wohl hören läßt, Arist. pol. 2, 8 M. – Das adv. εὐοφθάλμως citirt Harpocr. 13, 15 aus Antiph. u. erkl. εὐπρεπῶς.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a de beaux yeux;
2 qui a de bons yeux;
Cp. εὐοφθαλμότερος, Sp. εὐοφθαλμότατος.
Étymologie: εὖ, ὀφθαλμός.

Russian (Dvoretsky)

εὐόφθαλμος:
1 с красивыми глазами Xen.;
2 зоркий Xen., Arst.;
3 хороший на вид: εὐ. ἀκοῦσαι μόνον Arst. лишь на слух кажущийся хорошим.

Greek (Liddell-Scott)

εὐόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων ὡραίους ὀφθαλμούς, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 41. 2) ὁ ἔχων ὀξεῖαν ὅρασιν, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 55. ΙΙ. εὐάρεστος εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, Ἀθήν. 545Ε: - μόνον εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀρεστός, κατὰ τὰ φαινόμενον καλός, εὐλογοφανής, εὐόφθαλμον ἀκοῦσαι Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 18, 16· πρβλ. εὐπρόσωπος. - Ἐπίρρ. -μως, «εὐοφθάλμως: ἀντὶ τοῦ εὐπρεπῶς, Ἀντιφῶν ἐν τῷ περὶ ταῶν» Ἁρποκρ.

Greek Monolingual

εὐόφθαλμος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει ωραία μάτια
αρχ.
1. αυτός που έχει οξύ βλέμμα
2. αυτός που είναι ευχάριστος στο βλέμμα των άλλων, που έχει ευχάριστη θέα, ο καλοκοίταχτος
3. αυτός που γίνεται με άγρυπνα μάτια («εὐόφθαλμος ψαλμωδία»)
4. (μτφ. για λόγο, δοξασία, θεωρία, γνώμη) α) ευπρόσωπος
β) συνεκδ. πιθανός, ευλογοφανής («εὐόφθαλμον ἀκοῦσαι μόνον», Αριστοτ.).
επίρρ...
εὐοφθάλμως (ΑΜ)
με ευπρέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οφθαλμός].

Greek Monotonic

εὐόφθαλμος: -ον, αυτός που έχει ωραία μάτια, σε Ξεν.· ανοιχτομάτης, διορατικός, οξυδερκής, αυτός που έχει διαπεραστική ματιά, στον ίδ.