παρακαταβαίνω

Revision as of 15:15, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

English (LSJ)

fut. -βήσομαι, A dismount, of mounted infantry, Plb.3.65.9; ἀπὸ τῶν ἵππων Id.3.115.3, etc. 2 disembark from a ship, D.S.3.40. II of a roof, project at the side, Ath.Mech.13.6.

French (Bailly abrégé)

descendre (de cheval, d'un navire) pendant qu'une chose se fait.
Étymologie: παρά, καταβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

παρακαταβαίνω:
1 (при этом), сходить, слезать, (ἀπὸ τῶν ἵππων Polyb.);
2 сходить с коней (для боя в пешем строю), спешиваться Polyb.;
3 высаживаться на берег Diod.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαταβαίνω: μέλλ. -βήσομαι, καταβαίνω πλησίον, ἐπὶ ἱππέων καταβαινόντων ἀπὸ τοῦ ἵππου ὅπως πολεμήσωσι πεζῇ, ἀφιππεύω, Πολύβ. 3. 65, 9· ὡσαύτως, ἀπὸ τῶν ἵππων ὁ αὐτ. 3. 115, 3· ἢ ἁπλῶς καταβαίνω, Ἀθήν. Μηχ. 4.

Greek Monolingual

Α
1. (για ιππείς) κατεβαίνω από το άλογο για να πολεμήσω πεζός, αφιππεύω, ξεκαβαλικεύω
2. αποβιβάζομαι από πλοίο
3. προεξέχω στα πλάγια («πήχεις δύο παρακαταβαίνων ἐπὶ τὴν στέγην», Αθήν.).

Greek Monotonic

παρακαταβαίνω: μέλ. -βήσομαι, κατεβαίνω από την διπλανή μεριά, λέγεται για ιππείς που κατεβαίνουν από τα άλογα για να πολεμήσουν πεζοί, σε Πολύβ.

Middle Liddell

fut. -βήσομαι
to dismount beside, of horsemen who dismount to fight on foot, Polyb.

German (Pape)

(βαίνω), daneben, während einer Handlung herabsteigen; ἀπὸ τῶν ἵππων, Pol. 3.115.3, vgl. 65.9; vom Schiff, DS. 3.40; andere Spätere