ἀγορά
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
English (LSJ)
[ᾰγ], ἀγορᾶς, Ion. ἀγορή, ἀγορῆς, ἡ, (ἀγείρω):—A assembly, especially of the People, opp. the Council of Chiefs, Il.2.93, Od.2.69, etc.; τοῖσιν δ' οὔτ' ἀγοραὶ βουληφόροι (sc. Κυκλώπεσσι) Od.9.112; ὀρθῶν ἑσταότων ἀ γένετ' οὐδέ τις ἔτλη ἕζεσθαι Il.18.246; ἀ. Πυλάτιδες, of the Amphictyonic Council at Pylae, S.Tr.638, cf. Ion Eleg.1.3; μακάρων ἀ. Pi.I. 8(7).29, cf. AB210; ἀγορήνδε καλέσσασθαι, κηρύσσειν, Il.1.54, 2.51; ἀγορὴν ποιήσασθαι, θέσθαι, Il.8.489, Od.9.171; εἰς ἀ. ἰέναι, ἀγέρεσθαι, 8.12, Il.18.245; ἀγορήνδε καθέζεσθαι Od.1.372.—Not common in Prose, ἀγορὰν συνάγειν, συλλέγειν X.An.5.7.3; ποιῆσαι Aeschin.3.27; ἀγορὰς ποιεῖσθαι Hyp.Fr.150: of the assembly in Attic demes, D.44.36, IG2.585, al.; ἀ. συνέδριον φυλετῶν καὶ δημοτῶν AB327: in late Prose, ἀ. δικῶν προθεῖναι, καταστήσασθαι, = Lat. conventus agere, Luc.Bis Acc. 4,12: meeting for games, Pi.N.3.14: metaph., μυρμήκων ἀ. Luc. Icar.19: prov., θεῶν ἀγορά = 'Babel', Suid., etc. II place of assembly, τοὺς δ' εὗρ' εἰν ἀγορῇ Il.7.382; ἵνα σφ' ἀ. τε θέμις τε 11.807, cf.Od.6.266; pl., Od.8.16; οὔτε . . εἰς ἀ. ἔρχεται οὔτε δίκας Thgn. 268. 2 market-place, perhaps not earlier than Hom.Epigr. 14.5 πολλὰ μὲν εἰν ἀγορῇ πωλεύμενα, πολλὰ δ' ἀγυιαῖς; freq. in later authors, πρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι Pi.P.5.93; θεοὶ . . ἀγορᾶς ἐπίσκοποι A.Th. 272; μέση Τραχινίων ἀ. S.Tr.424; ἀγορᾷ οὐδὲ ἄστει δέχεσθαι Th.6.44; ὀλιγάκις . . ἀγορᾶς χραίνων κύκλον E.Or.919; οἱ ἐκ τῆς ἀγορᾶς = market people, X.An.1.2.18; ἐξ ἀγορᾶς εἶ Ar.Eq.181, etc.; εἰς ἀγοράν ἐμβάλλειν = to go into the forum, i. e. be a citizen, Lycurg.5; ἐν τῇ ἀγορᾷ ἐργάζεσθαι = to trade in the market, D.57.31; εἰς τὴν ἀγοράν χειροτονεῖν (opp. ἐπὶ τὸν πόλεμον) 'for the market', Id.4.26; the Roman Forum, D.H.5.48. III business of the ἀγορά: 1 public speaking, gift of speaking, mostly in plural, ἔσχ' ἀγοράων withheld him from speaking, Il.2.275; οἱ δ' ἀγορὰς ἀγόρευον ib.788, cf. Od.4.818; ᾠδὴν ἀντ' ἀγορῆς θέμενος Sol.1. 2 market, ἀγορὰν παρασκευάζειν Th.7.40, X. HG3.4.11; ἀ. παρέχειν Th.6.44, etc.; ἄγειν X.An.5.7.33, etc.; opp. ἀγορᾷ χρῆσθαι to have supplies, ib.7.6.24; τῆς ἀγορᾶς εἴργεσθαι Th.1.67, Plu.Per.29; ἀγορά ἐλευθέρα, i. e. καθαρὰ τῶν ὠνίων πάντων, Arist.Pol. 1331a31, cf. X.Cyr.1.2.3; opp. ἀ. ἀναγκαία Arist.Pol.1331b11; generally, provisions, supplies, PPetr.3p.131 (iii B. C.), PS14.354 (iii B. C.), al.; in plural, Nic.Dam.p.6.17 D.; ἀγορὰς περικόπτειν cut off supplies, D.H.10.43. b market, sale, ἀγορά τῶν βιβλίων, ἀγορά τῶν παρθένων, Luc. Ind.19, Ael.VH4.1, cf. Nicoch.7. IV as a mark of time, ἀγορά πλήθουσα = the forenoon, when the market-place was full, ἀγορῆς πληθυούσης Hdt.4.181; πληθούσης ἀγορᾶς X.Mem.1.1.10, cf. SIG695.38 (Magn. Mae.); περὶ or ἀμφὶ ἀ. πλήθουσαν X.An.2.1.7, 1.8.1; ἐν ἀ. πληθούσῃ Pl.Grg.469d, cf. Th.8.92; also ἀγορῆς πληθώρη Hdt.2.173, 7.223; poet., ἐν ἀ. πλήθοντος ὄχλου Pi.P.4.85; πρὶν ἀ. πεπληθέναι Pherecr.29: ἀγορῆς διάλυσις = the time just after midday, when they went home from market, Hdt.3.104, cf.X.Oec.12.1. V market day = Lat. nundinae, D.H.7.58.
Spanish (DGE)
-ᾶς, ἡ
• Alolema(s): ép., jón. ἀγορή, -ης
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [lesb. gen. ἀγόρας Alc.130b.3]
A gener. ref. a reuniones para deliberación política o jurídica, etc.
I 1 asamblea del pueblo o el ejército junto con los jefes Τρώων αὖτ' ἀγορὴ γένετ' Il.7.345, cf. Il.2.93, 95, 144, 11.139, Pi.O.12.5, X.An.5.7.3
• dif. de una βουλή exclusivamente de jefes y ancianos οὔτε ποτ' εἰν ἀγορῇ δίχα βάζομεν οὔτ' ἐνὶ βουλῇ Od.3.127, junto con θέμις: ἵνα σφ' ἀγορή τε θέμις τε ἤην Il.11.807, τοῖσιν δ' οὔτ' ἀγοραὶ βουληφόροι οὔτε θέμιστες (de los Cíclopes) Od.9.112, cf. Hes.Th.89, ἀγορῇ δέ ἑ παῦροι Ἀχαιῶν νίκων Il.15.283, cf. Hes.Th.430, ἥ τ' ἀνδρῶν ἀγορὰς ... λύει ἠδὲ καθίζει = (Temis) la que convoca y disuelve las asambleas, Od.2.69, λῦσαν δ' ἀγορήν Il.1.305, cf. Nonn.D.36.474, ἀγόρας ἄκουσαι καρυζομένας Alc.l.c., ἀγορὴν ποιήσασθαι, θέσθαι Il.8.489, Od.9.171, εἰς ἀγορὴν ἱέναι Od.8.12, cf. Il.18.245, ἀγορὰν, Μυκηναῖοι, στείχετε E.El.708, τοῖς Ἀχαιοῖς Plb.28.7.3
• tb. otras asambleas: de los dioses θεῶν ἀγορὴν ποιήσατο Il.8.2, cf. Il.20.4, h.Cer.92, pero prov. θεῶν ἀ. = «casa de locos» Sud., Ἀ. θεῶν tít. de comedia de Eufrón, Stob.3.28.14, μακάρων Pi.I.8.26, GVI 1949.6 (III d.C.), de los nobles, Xenoph.3.3, Ἑλλάνων ἀγοραὶ Πυλάτιδες del consejo Anfictiónico, S.Tr.638, cf. Io Eleg.1.3
• raro en prosa át. salvo como arcaísmo político-jurídico: de los demos, tribus o fratrías del Ática, D.44.36, τῶν φυλῶν Aeschin.3.27, cf. IG 22.1202 (IV a.C.), Hyp.Fr.150, νομογράφος ἀγορᾶς funcionario dependiente del ἀρχιδικαστής (cf. ἀγορανόμιον 2) BGU 888.4 (II d.C.)
• fig. μυρμήκων ἀ. Luc.Icar.19.
2 jur. ἀ. δικῶν = sesión procesal pública Luc.Bis Acc.4, 12, Aristid.Or.50.78, (πόλεις) τὰς ἐχούσας ἀγορὰς δικῶν = las ciudades que tienen sesiones judiciales e.e. que poseen corte judicial o convento jurídico, Dig.27.1.6.2.
II c. valor local a veces difícil de distinguir de I: lugar de reunión, lugar de la asamblea εὗρ' εἰν ἀγορῇ Il.7.382, cf. 11.807, Od.3.127, Hes.Sc.204
• en el campamento romano, Plb.6.31.1, 6.32.4, 8
• en el que se prohibe el comercio καθαρὰ ἀ. en Tesalia, Arist.Pol.1331a31.
III ref. a actividades en rel. c. las asambleas: acción de hablar en público, discurso ἔσχ' ἀγοράων = le impidió hablar, Il.2.275, ἀγορὰς ἀγόρευον Il.2.788, μοι ἐπιπλήσσεις ἀγορῇσιν Il.12.211, como actividad op. al guerrear χέρηα μάχῃ ἀγορῇ δέ τ' ἀμείνω Il.4.400, cf. 18.106, 9.441, Od.4.818, ᾠδὴν ἀντ' ἀγορῆς = versos en lugar de discurso Sol.2.2.
B en la ciudad
I 1 ágora, plaza pública (que comprende diversas instalaciones) προειπεῖν ... ἐν ἀγορᾷ Sol.Lg.5a, 5b, Thgn.268, 826, para ella se invocaba la protección de los dioses, cuyas estatuas se erigían allí θεοί ... ἀγορᾶς ἐπίσκοποι A.Th.272, cf. S.OT 161, Th.6.44, CEG 177 (Janto IV a.C.), en una colonia la tumba del fundador, Pi.P.5.93, παλαίφατος ἀ. Pi.N.3.14
• foro romano, Plb.1.7.12, D.H.5.48, πολλὰ μὲν εἰν ἀγορῇ πωλεύμενα, πολλὰ δ' ἀγυιαῖς Ps.Hdt.Vit.Hom.32, σῖτος συγκομίσας ἐς τὴν ἀγορήν Hdt.1.21, ἐχώρουν εἰς ἀγορὰν ἐπ' ἄλφιτα Ar.Ec.819, ἡ τῶν ὠνίων ἀ. Arist.Pol.1331b1, ἀ. βιωτική = mercado de abastos, IStratonikeia 668.10 (II d.C.)
• empleada para otras actividades: la banca BGU 986.5 (II d.C.), notarías PHamb.98.4 (III d.C.), Stud.Pal.20.110.7 (V d.C.), contratación de obreros Eu.Matt.20.3, Eu.Marc.12.38
• territorio sobre el que la ciudad tiene jurisdicción ἀπεχόμενον ἀγορᾶς ἐφορίας Sol.Lg.18a, 18b
• en frases hechas εἰς ἀγορὰν ἐμβάλλειν = ir a la plaza, ser un ciudadano Lycurg.5, ἐν τῇ ἀγορᾷ ἐργάζεσθαι = tener negocios en el mercado D.57.31, οἱ ἐκ τῆς ἀγορᾶς = la gente del mercado, X.An.1.2.18, ἐξ ἀγορᾶς εἶ = eres placero e.d. grosero, vulgar Ar.Eq.181
• frec. como término temp. ἀγορῆς πληθυούσης = cuando la plaza está llena (a la hora del paseo, sobre las 11 de la mañana), Hdt.4.181, cf. X.Mem.1.1.10, Pl.Grg.469d, IM 100a.38 (II a.C.), πλαθυούσας ἀγορᾶς Phint.154.4, ἀγορῆς πληθώρη Hdt.2.173, 7.223, ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου Pi.P.4.85, cf. Pherecr.34, ἀγορῆς διάλυσις = pasadas las 12 del mediodía Hdt.3.104, cf. X.Oec.12.1.
2 tes. puerto Theo Prog.81.24, Hsch.
II ref. a actividades propias del ágora o plaza pública
1 mercado, comercio, compra ἀγορὰν παρασκευάζειν = permitir comprar Th.7.40, cf. 6.44, ἀγοράν· τὴν ὠνήν Nicoch.10, ἀγορὰν ἄγειν = llevar mercancías, géneros X.Cyr.2.4.32, ἀγορὰν ποιεῖσθαι = establecer mercado Th.1.62, καθ' ἕκαστον ἔτος ἀγοράς ... ἐπιφανεστάτας ... ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ συντελοῦντων Plb.5.8.5, ref. al comercio de Tarsis en Tiro ἀργύριον καὶ χρυσίον καὶ σίδηρον ... ἔδοκαν τὴν ἀγοράν σου LXX Ez.27.12
• venta τῶν βιβλίων Luc.Ind.19, τῶν παρθένων Ael.VH 4.1.
2 día de mercado, feria D.H.7.58, ἀγορὰς ἐνόμιζον D.C.56.18.2.
3 suministros, provisiones παρασχεῖν ἀγορὰν τοῖς ἱππεῦσιν PRyl.562.7, cf. 17 (III a.C.), φροντίζειν ἵνα τὸ στράτευμα ... ἀγορὰς ἔχῃ Plb.28.12.5, cf. 1.18.5, ἀγοράς τ' αὐτῶν περιέκοπτον = les cortaron los suministros D.H.10.43
• como retribución δὸς Θεοδώρῳ ... τὴν γινομένην ἀγορὰν εἰς τὸ ῑ ἔτος PPetr.2.15.2.6 en BL 1.356, cf. 2.13.17.6 (ambos III a.C.), en el ejército ptol. COrd.Ptol.19.11 (III a.C.)
• esp. como equiv. a lat. annona, suministro (del grano) ὁ τῆς ἀγορᾶς ἔπαρχος equiv. a lat. praefectus annonae D.H.12.1, Πομπήιον εἵλοντο τῆς ἀγορᾶς αὐτοκράτορα = eligieron a Pompeyo superintendente del suministro de grano App.BC 2.18.
4 administración del mercado τῇ δημοσίᾳ ἀγορᾷ διὰ τοῦ δεῖνα PStras.46.6 (VI d.C.), (ὁ) ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς = responsable del mercado (funcionario litúrgico) PPetaus 86.14 (II d.C.).
5 notaría, escribanía del mercado PMasp.151.30 (VI d.C.).
• DMic.: a-ko-ra.
• Etimología: Cf. ἀγείρω.
German (Pape)
[Seite 19] ᾶς, ἡ (ἀγείρω), 1) die Versammlung, des Volkes, im Gegensatz der βουλή, der Edlen, Hom. Il. 2, 53–100 Od. 3, 127; und allgemein von der berathenden Volksversammlung, Hom. oft; selbst = βουλή, Il. 12, 211 u. 213; sie heißt βουληφόρος Odyss. 9, 112, κυδιάνειρα Iliad. 1, 490, πολύφημος Od. 2, 150; – ἀ. κινήθη Il. 2, 144, τετρήχει Il. 2, 95, wie τετρηχυῖα 7, 345; – ἀγορὰς λύει ἠδὲ καθίζει Od. 2, 69, λῦσαι ἀγορήν Il. 1, 305. 2, 808 Od. 2, 257; ἀγ. θέμενος, V. haltend, Od. 9, 171. 10, 189. 12, 319; auch θεῶν ἀγορὴν ποιήσατο Il. 8, 2; ἀ. γίγνεται Iliad. 7, 345. 18, 246. Das Volk wird durch Herolde berufen (καλέσαι u. κικλήσκειν εἰς ἀγ.) u. sitzt gewöhnlich, Od. 8, 156, μετὰ πρώτῃ ἀγορῇ ἵζοντο Il. 19, 50, setzten sich vornan in der V.; doch wird Il. 18, 246 eine ἀγ. ἑσταότων erwähnt; – Her. 6, 58 ἀγορὴ δέκα ἡμερέων σφι ἵσταται; ἀγορὰς ποιεῖσθαι erwähnt Harpocr. u. BA. 327 aus Hyperid., συνόδους erklärend; vgl. Xen. An. 5, 7, 2, στρατιωτῶν ἀγορὰν συνάγειν, συλλέγειν. – In Athen aber bezeichnet ἀγοραί, im Gegensatz der ἐκκλησία, V. des ganzen Volkes, die V. der φράτορες u. der δημόται, Bezirks- (Wahl-) Verf., ἡ τῶν ἀρχόντων ἀγορά, daher B. A. p. 327 ἀγορά erkl. συνέδριον φυλετῶν ἢ δημοτῶν; ἀγορὰν τῶν φυλῶν ποιῆσαι Aesch. 3, 27. Spätere sagten μυρμήκων ἀγ., Luc. Icarom. 19; κυνῶν, wie Thom. Mag. irgendwo las; συῶν Philostr. Her. 4. – 2) das Reden in der Versammlung u. daher Beredsamkeit: ἀγορὰς ἀγορεύειν, Reden in der V. halten, Il. 2, 788; ἐπεσβόλον ἤσχ' ἀγοράων 2, 275; ἀγορῇ νικᾶν, an Beredsamkeit übertreffen, Il. 2, 370. 15, 283, u. dah. im Gegensatz von μάχη Il. 4, 400, von πόνοι, Kriegsarbeit. Od. 4, 818, von πόλεμος Il. 9, 441. 18, 106. Aehnlich Solon κόσμον ἐπέων ᾡδὴν ἀντ' ἀγορῆς θέμενος; bei Her. 6, 11 ἀγοραὶ ἐγένοντο, es wurden Verhandlungen vorgenommen. – 3) der Qrt der Versammlung: ἵνα σφ' ἀγορή τε θέμις τε Il. 11, 807, Od. 6, 266, im plur. (statt des sing.) 8, 16. – Entscheidungen von Rechtshändeln in der ἀγορά erwähnt Hom. Il. 16, 387, ἐν ἀγ. κρίνειν θέμιστας, u. Od. 12, 439 ἀγορῆθεν ἀνέστη κρίνων νείκεα πολλά. – Bei Soph. Trach. 635 ch. sind ἀγοραὶ πυλάτιδες, die Versammlungen. – 4) der Ort, wo die Vers. gehalten werden, ist zugleich der Platz für den öffentlichen und Geschäftsverkehr: εἰς τὴν ἀγορὰν ἐμβάλλειν, in forum pro., dire; bes. von einem Grade der ἀτιμία, Lyc. 5; Aesch. 1, 164. 2, 148; Dem. Tim. 103. 165 (εἰσιέναι ἐς τὴν ἀγ., 126); ἔξω τῶν περιῤῥαντηρίων τῆς ἀγορᾶς ἐξείργει 176; Aesch. 3, 176. So erklärt Suid. ἀγορᾶς ὥραν: οὐ τῶν πωλουμένων, ἀλλὰ τῶν ἄλλων πράξεων τῶν κατ' ἀγοράν, u. man dachte bei ἀγορὰ πλήθουσα, welches einesehr geläufige Zeitbestimmung (nach Suid. die dritte bis sechste Stunde des Tages, nach Lob. Phryn. 275 die vierte oder fünfte) wurde, nicht vorzugsweise an den Markt, sondern zunächst, wie Hippocr. πρὶν λυθῆναι ἀγοράν, u. οὐκ ἂν ἐπανέλθοιμι, πρὶν ἂν ἡ ἀγ. λυθῇ, Xen. O. 12, 1, u. ἀγορῆς διάλυσις, Her. 3, 104 (Zeit um Mittag), mit den obigen Stellen des Hom. verglichen zeigen, an die Volksversammlungen. Zur Bestimmung dieser Tageszeit vgl. Her. 4, 181, wo ὄρθρος, ἀγ. πλ., μεσημβρίη auf einander folgen; Xen. An. 1, 8, 1, wo der Tag in ἀγ. πλ., μέσον ἡμέρας u. δείλη, u. Mem. 1, 1, 10, wo er in πρωΐ, ἀγ, πλ., τὸ λοιπόν zerfällt; Ael. H. A. 1, 20, wo von den Cicaden gesagt wird τὰ δὲ ἐξ ἕω εἰς πλ. ἀγ. σιωπῶσιν· ἡλίου δὲ ὑπαρχομένου τῆς ἀκμῆς κελαδοῦσιν. Her. braucht dafür ἀγορῆς πληθώρη, 2, 173 u. 7, 223; Xen. περὶ πλήθουσαν ἀγ., An. 2, 1, 6; πρὶν ἀγορὰν πεπληθέναι Phereer. B. A. 338 (vgl. πλήθω). Uebrigens bezeichnet auch Plat. Gorg. 469 d mit ἐν ἀγορᾷ πληθούσῃ eine Menschenmenge. – Marktplatz übh. bei Aesch. Spt. 254, θεοὶ ἀγορᾶς ἐπίσκοποι (vgl. ἀγοραῖος); Soph. Trach. 371 O. R. 161; Xen. πόλις ναοῖς καὶ ἀγοραῖς κατεσκευασμένη Hiero 11, 2; cf. Hell. 4, 4, 3. 7, 8, 8; dahin gehört auch ἐλευθέρα ἡ ἀγ., Cyr. 1, 2, 3. – Von dem σχολάζειν ἐν τῇ ἀγορᾷ, Xen. O. 7, 1, kommt περίτριμμα ἀγορᾶς Dem. 18, 127, u. πονηρὸς κἀξ ἀγορᾶς εἶ Arist. Equitt. 180, wie 282 ἐν ἀγορᾷ τέθραμμαι. – Als Ort für die Processe, δικῶν ἀγ., Luc. Bis. acc. 4, 12; ἐν τῇ τῶν ἀρχόντων ἀγορᾷ Dem. 44, 36; ἀρετὴν ὤνιον ὥςπερ ἐξ ἀγ. προτιθέναι Luc. Nigr. 25; πρίασθαι ἐξ ἀγ, adv. Ind. 4. – Dah. 5) der Markt, wie Her. 7, 23 ἀγ. καὶ πρητήριον verb.; ἐξ ἀγορᾶς πρίασθαι Xen. O. 8, 22 u. Sp.; Plut. Pericl. 16; ἐν ἀγορᾷ πωλεῖν καὶ ἀποδίδοσθαι Xen. Conv. 4, 41. 8, 21; ἡ ἀγορὰ ἦν ἐν τῷ βαρβαρικῷ στρατεύματι An. 1, 3, 14; 5, 12; οἱ ἐκ τῆς ἀγορᾶς, die Händler, 1, 2, 18; ἐξ ἀγορᾶς ὠνήσομαι λύχνον Hermipp. com. bei Phot. v. στίλβη. – Plut. übersetzt die röm. nundinae ἀγοραί, Coriol. 19. – 6) die verkäuflichen Sachen, bes. Lebensmittel, so oft bei Com. εὔοψος ἀγορά, und Xen. ἄγειν, Cyr. 2, 4. 10 An. 5, 7, 18; ανασκευάζειν, Lebensmittel herbeischaffen, um sie zu verkaufen, 6, 2, 5, wie παρασκευάζειν Ag. 1, 14 Hell. 3, 4, 11; vgl. ἡ ἀγ. παρεσκευάσθη Thuc. 7, 40; δέχεσθαί τινα ἀγορᾷ 6, 44, Einem erlauben zu kaufen; ἀπὸ τῆς ἀγορᾷς ἤζων, von gekauften L. leben, Xen. An. 6, 1, 1; κομίζειν ἐνταῦθα, hieher schaffen, Cyr. 6, 2, 3; παρέχειν An. 2, 3, 13; oft Thuc. 6, 50, L. zum Kauf darbieten; ἀγορᾷ χρῆσθαι Xen. An. 7, 6, 17, wo nachher dafür ὤνια steht; αἱ ἀγοραὶ ἀφίκοντο, L. kamen an, 6, 6, 2. Ebenso Plut. für das lat. annona, ἀγορὰν ἐπευωνίσαι, wohlfeil machen, Coriol. 20; C. Graech. 5; περικόπτειν Lucull. 26 Cic. 8 Pomp. 19; ἀγ. οὐδεμία παρῆν Xen. An. 6, 4, 11; ἱκανή 5, 1, 4; ἀγορᾷ ἀναγκαίᾳ χρῆσθαι, spärlich, Plut. Brut. 47; φιλανθρώπῳ χρῆσθαι, erträglich, wohlfeil, Coriol. 16; ἀγορᾶς ἀφθονία, Getreidefülle, Pomp. 27; εὐπέτεια Nic. 20; εὐπορίαν παρέχειν Crass. 20. Allgemeiner sagt Arist. Oec. 2, 8 σῖτον, οὶνον καὶ τὴν ἄλλην ἀγοράν, Waare, wie die VLL. auch ὤνια erkl. – 7) der Verkauf, εἰς τὴν ἀγορὰν πλάττειν, für den Verkauf arbeiten, Dem. 4, 26; ἀγ. παρθένων προκηρύττειν Ael. V. H. 4, 1; allgemein, Handel, τὴν ἀγορὰν μὴ ἀδικεῖν Xen. Cyr. 4, 5, 14; Vect. 4, 40 ἀγ. αὐξάνεται, Waarenzoll; ἀγορὰς καρποῦσθαι Dem. 1, 22. – 8) nach Hes., B. A. u. Galen. hieß bei den Thessaliern der Hafen (λιμήν) ἀγορά. – Nach Tzetzes zu Schol. ad Hes. O. 29 auch = νόμισμα, was sich vielleicht auf Stellen, wie sie Poll. las, bezieht, 1, 57, ἀξιωτάτης τῆς ἀγορᾶς τοῦ σίτου οὔσης, bei wohlfeilen Getreidepreisen. – 9) in LXX. Straße, Tob. 2, 3, u. a., dah. auch N. T. – Poll. u. Zonaras führen 7 Bedeutungen an, πωλητήριον, βουλευτήριον, πλῆθος ἐν ἀμφοῖν, λαλιαὶ ἐν ἀμφ., λαλιὰ καταχρηστικῶς (in universum), τὸ ἀγοραζόμενον, νόμισμα.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
I. assemblée, particul.
1 dans Hom. assemblée du peuple;
2 à Athènes, assemblée des dèmes et des tribus;
3 ἀγοραὶ Πυλάτιδες SOPH le Conseil des Amphictions aux Thermopyles;
4 assemblée en gén.
II. discours devant une assemblée, harangue;
III. lieu où l'on se réunit :
1 place publique ; à Athènes, agora, vaste emplacement planté d'allées de platanes et de peupliers, avec des constructions (palais du sénat, tribunaux, temples, etc.), divisé en quartiers assignés à chaque corporation de marchands ; περὶ ou ἀμφὶ ἀγορὰν πλήθουσαν XÉN vers l'heure où la place est remplie ; ἀγορῆς πληθώρη HDT l'heure où la place est remplie ; ἀγορῆς διάλυσις HDT l'heure où l'assemblée est dissoute;
2 place où siège un tribunal;
3 lieu de réunion pour les marchands, marché ; ἐξ ἀγορᾶς ὠνεῖσθαι ou πρίασθαι rapporter ses emplettes du marché ; οἱ ἐκ τῆς ἀγορᾶς les gens du marché, les marchands;
4 marchandises, denrées du marché ; p. ext. vivres en gén., provisions;
5 vente publique.
Étymologie: ἀγείρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀγορά: ἡ
1 народное собрание (ἀγορήνδε καλέσσασθαι или κηρύσσειν Hom.);
2 собрание, совещание: ἀγορὰν ποιῆσαι τῶν φυλῶν Aeschin. созвать совещание фил; ἀγοραὶ Πυλάτιδες Soph. собрания амфиктионий (происходившие к сев. от Фермопил, при Антеле);
3 речь в народном собрании (ἀγορὰς ἀγορεύειν Hom.): εἰδὼς ἀγορέων Hom. опытный оратор;
4 место собраний, городская площадь: εἰν ἀγορῇ κρίνειν θέμιστας Hom. вершить суд на площади; ἐν ἀγορᾷ πληθούσῃ Plat. или περὶ ἀγορὰν πλήθουσαν Xen. в часы наибольшего оживления на площади;
5 базарная площадь, рынок, торговые ряды: ἐξ ἀγορᾶς ὠνεῖσθαι или πρίασθαι Xen. etc. покупать на рынке; οἱ ἐκ τῆς ἀγορᾶς Xen. рыночные торговцы; πονηρὸς κἀξ ἀγοπᾶς Arph. рыночный бродяга, жулик;
6 товар, преимущ. продовольствие: ἀ. οὐδεμία παρῆν Xen. продовольствия не было; ἀγορὰν παρασκευάζειν или παρέχειν Thuc. доставлять продовольствие; σῖτος, οἶνος καὶ ἡ ἄλλη ἀ. Arst. хлеб, вино и прочее продовольствие; ἀγορᾶς ἀφθονία Plut. изобилие съестных припасов.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγορά: [ᾰ], ᾶς, Ἰων. ἀγορή, ῆς, ἡ: (ἀγείρω). Πᾶσα συνάθροισις, ἰδίως συνάθροισις τοῦ λαοῦ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν συνέλευσιν τῶν ἀρχόντων (βουλή, θῶκος), Ἰλ. Β. 51, 93 κἑξ., Ὀδ. Β. 26, κτλ. ἡ ἔλλειψις ἀγορῶν βουληφόρων, μεταξὺ τῶν Κυκλώπων (Ὀδ. Ι. 112) εἶναι σημεῖον βαρβαρότητος, ἀγρίας καταστάσεως. Ἐν τῇ ἀγορᾷ κυρίως ἐκάθηντο, Ἰλ. Β. 96, πρβλ. 99· τὸ ἵστασθαι ἐδήλου θόρυβον, ταραχήν, ἢ τρόμον, Σ. 246· ἀγοραὶ Πυλατίδες, τὸ Ἀμφικτυονικὸν συνέδριον ἐν Θερμοπύλαις, Σιφ. Τρ. 638, πρβλ. Ἴων 1. 3. Παρὰ Πινδ. κεῖται καὶ ἐπὶ τῶν θεῶν· μακάρων ἀγ., Ι. 8. 59, πρβλ. Α. Β. 210. -Φράσεις, τινὲς τῶν ὁποίων δυνατὸν νὰ ἀνήκωσιν εἰς τὴν σημασ. ΙΙ. 1· καθίζειν ἀγορήν, συγκαλεῖν συνέλευσιν, ἀντίθ. πρὸς τὸ λύειν ἀγ., ἀπολύειν αὐτήν, Ὀδ. Β. 69, πρβλ. Ἰλ. Α. 305· ἀγορήνδε καλέειν, κηρύσσειν, Ἰλ. Α. 54, Β. 51· ἀγορὴν ποιεῖσθαι ἢ τίθεσθαι, εἰς τὴν ἀγ. εἰσιέναι, ἀγείρεσθαι, ἀγορήνδε καθέζεσθαι, Ὅμ., κτλ. - Ἡ ἔννοια αὕτη εἶναι συχνοτέρα παρὰ τοῖς Ἐπικοῖς ἢ τοῖς Ἀττικοῖς· ἀλλ’ εὑρίσκομεν ἀγορὰν συνάγειν καὶ συλλέγειν, Ξεν. Ἀν. 5. 7, 3· ποιεῖν, Αἰσχίν. 57. 37· - παρὰ τοῖς μεταγ. τῶν πεζογράφων· ἀγ. δικῶν προθεῖναι, καταστήσασθαι, ἐκφράζει τὴν ἔννοιαν τοῦ Ῥωμαϊκοῦ conventus agere, Λουκ. Δὶς κατηγ. 4 καὶ 12. 2) τόπος συνόδου φυλῆς ἢ λαοῦ χάριν πανηγύρεως ἢ ἀγώνων, Μυρμιδόνες … ὧν παλαίφατον ἀγοράν, Πινδ. Ν. 3. 14 (24). ΙΙ. τόπος, συνελεύσεως, ὁ Ρωμαϊκὸς φόρος, forum· τοὺς δ’ εὗρ’ εἶν’ ἀγορῇ, Ἰλ. Η. 382· ἵνα σφ’ ἀγ. τε Θέμις τε, Λ. 807, πρβλ. Β. 788, Η. 345, Ὀ. Ζ. 266, Θ. 5 κἑξ.· - ὡσαύτως κατὰ πληθ., Ὀδ. Θ. 16. 2) ἐπειδὴ παρ’ Ὁμήρῳ ἡ ἀγορὰ δὲν ἐχρησίμευε μόνον διὰ συναθροίσεις τοῦ λαοῦ, δίκας καὶ ἄλλας δημοσίας ὑποθέσεις, εἶναι πιθανὸν ὅτι ἐχρησίμευεν ὡσαύτως καὶ ὡς τόπος πωλήσεως καὶ ἀγορᾶς, ὡς ὁ Ρωμαϊκὸς φόρος· ἀλλὰ τὸ πρῶτον χωρίον ἐν ᾧ τοῦτο σαφῶς δηλοῦται, φαίνεται, ὅτι εἶναι τὸ ἐν τῷ 14 Ὁμηρ. Ἐπιγράμματι, στίχ. 5· πολλὰ μὲν εἰν ἀγορῇ πωλεύμενα, πολλὰ δ’ ἀγυιαῖς, ἀλλ’ εἶναι συχνοτάτη ἡ σημασία αὕτη παρ’ ἅπασι τοῖς μετέπειτα συγγραφεῦσιν (ἂν καὶ αἱ σημασ. ΙΙ. 1 καὶ ΙΙ. 2. συχνάκις συμπίπτουσι), πρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι, Πινδ. ΙΙ. 5. 125· θεοὶ ... ἀγορᾶς ἐπίσκοποι, Αἰσχύλ. Θ. 272· μέση Τραχινίων ἀγ., Σοφ. Τρ. 244· οὔτε ἀγορᾷ οὔτε ἄστει δέχεσθαι, Θουκ. 6. 44. Ἐν Θεόγν. 268· οὐκ ... εἰς ἀγ. ἔρχεται, εἶναι σημεῖον πενίας· ἀλλὰ τὸ νὰ συχνάζῃ τις ἢ νὰ παραμένῃ ἐπὶ μακρὸν ἐν τῇ ἀγορᾷ ἐθεωρεῖτο ἀναξιοπρπές, ὀλιγάκις ... ἀγορᾶς χραίνων κύκλον, Εὐρ. Ὀρ. 919· ἐξ ἀγορᾶς εἶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 181, κτλ.· ἀγοραῖος, ΙΙ· εἰς ἀγ. ἐμβάλλειν, ὑπάγω εἰς τὴν ἀγοράν, ὅ ἐ. εἶμαι πολίτης, Λυκοῦργ. 148. 23· ἐν τῇ ἀγ. ἐργάζεσθαι, ἐμπορεύομαι ἐν τῇ ἀγορᾷ, Δημ. 1308. 9· εἰς τὴν ἀγ. πλάττειν τι, κάμνω διὰ τὴν ἀγοράν· ὁ αὐτ. 47.14. ΙΙΙ. ἡ ἐργασία ἐν τῇ ἀγορᾷ. 1) δημοσία ἀγόρευσις, εὐγλωττία, πρὸ πάντων κατὰ πληθ. ἔσχ’ ἀγοράων = ἐσταμάτησεν αὐτὸν ἀπὸ τοῦ νὰ ὁμιλῇ Ἰλ. Β. 275· οἱ δ’ ἀγορᾶς ἀγόρευον, αὐτόθ. 788· πρβλ. Ὀδ. Δ. 818· ᾠδὴν ἀντ’ ἀγορᾶς θέμενος, Σόλων 1. 2) τὰ ἐν τῇ ἀγορᾷ πωλούμενα, ζωοτροφία:, τὰ ὤνια, Λατ. annona, ἀγορὰν παρασκευάζειν, Λατ. commeatum offerre, παρέχειν ἀγορὰν διὰ πάντα τινά, Θουκ. 7. 40, Ξεν. Ἑλλ. 11· ἀγ. παρέχειν, Θουκ. 6. 50., Ξεν., κτλ. · ἄγειν, Ξεν. 3. 4, Ἀν. 5. 7, 33, κτλ.· ἀντίθ. τῷ ἀγορᾷ χρῆσθαι, ἔχειν τὰ ἐπιτήδεια, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 24· τῆς ἀγ. εἴργεσθαι, ἀποκλείεσθαι ἐξ αὐτῆς, Θουκ. 1, 67, Πλουτ. Περικλῆς 29· ἀγορὰς περικόπτειν, κλείω τὴν ἀγοράν, Διον. Ἁλ. 10. 43. ἀγ. ἐλευθέρα, ὅ ἐ. καθαρὰ τῶν ὠνίων πάντων, Ἀριστ. Πολ. 7. 12, 3, πρβλ. Ξεν. Κυρ. 1. 2, 3. ἀντίθετον τῷ ἀγ. ἀναγκαία, Ἀριστ. Πολ. 7. 12, 7· οἱ ἐκ τῆς ἀγ., ἄνθρωποι τῆς ἀγορᾶς, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 18, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 181. β) πρᾶσις καὶ ὠνὴ ἐν τῇ ἀγορᾷ, ἀγ. τῶν βιβλίων, τῶν παρθένων, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 19. Αἰλ. Π. Ἱ. 4. 1, πρβλ. Νικοχάρ. ἐν «Κενταύρῳ» 2, καὶ αὐτόθι Meineke. ΙV. πρὸς δήλωσιν χρόνου· ἀγορὰ πλήθουσα, δηλ. ἀπὸ τῆς δεκάτης περίπου ὥρας πρὸ μεσημβρίας μέχρι τῆς δωδεκάτης, ὁπότε ἡ ἀγορὰ ἦτο πλήρης καὶ ἐγίνοντο αἱ συνήθεις ἐμπορικαὶ ἐργασίαι· ἀγορῆς πληθυούσης, Ἡρόδ. 4. 181· ἀγορᾶς πληθούσης, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 10· περὶ ἢ ἀμφὶ ἀγορὰν πλήθουσαν, αὐτόθ. Ἀν. 2. 1, 7., 1. 8, 1· ἐν ἀγορᾷ πληθούσῃ, Πλάτ. Γοργ. 469D· ὡσαύτως· ἀγορῆς πληθώρῃ, Ἡρόδ. 2. 173, 7. 223· ποιητ., ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου, Πινδ. ΙΙ. 4. 151· πρὶν ἀγορὰν πεπληθέναι, Φερεκρ. ἐν «Αὐτομόλοις» 9: - κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἀγορῆς διάλυσις, ὁ χρόνος ὁ εὐθὺς μετὰ τὴν μεσημβρίαν, ὁπότε ἀπήρχοντο εἰς τὰς οἰκίας των ἐκ τῆς ἀγορᾶς, Ἡρόδ. 3. 104, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 12. 1.
English (Slater)
ᾰγορά (ἀγορᾶς, -ᾷ, -άν; -αί.)
a public assembly, gathering ἐν χέρσῳ τε λαιψηροὶ πόλεμοι κἀγοραὶ βουλαφόροι (O. 12.5) ταῦτα καὶ μακάρων ἐμέμναντ' ἀγοραί (I. 8.26) ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου (P. 4.85)
b gathering place, market place πρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι δίχα κεῖται θανών (P. 5.93) Μυρμιδόνες, ὧν παλαίφατον ἀγορὰν οὐκ ἐλεγχέεσσιν Ἀριστοκλείδας τεὰν ἐμίανε κατ' αἶσαν (εἶραν coni. Mair met. gr.: v. Wil. 277̆{2}) (N. 3.14) θεοί, πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν (cf. Thuc. 6. 54. 6. Πεισίστρατος, ὃς τῶν δώδεκα θεῶν βωμὸν τὸν ἐν τῇ ἀγορᾷ ἄρχων ἀνέθηκε) fr. 75. 5.
English (Abbott-Smith)
ἀγορά, -ας, ἡ (< ἀγείρω, to bring together) [in LXX for עִזָּבוֹן, שׁוּק;]
1.an assembly (Hom., Xen., al.).
2.a place of assembly, a public place or forum, a market-place (Hom., Thuc, al.; LXX): Mt 11:16 20:2 23:7, Mk 6:56 (cf . MM, VGT, s.v., ἀγυιά) 7:4 (Bl., §46, 7) 12:38, Lk 7:32 (Bl., l.c.) 11:43 20:46, Ac 16:19 17:7 (Cremer, 59; MM, VGT, s.v.). †
English (Strong)
from ageiro (to gather; probably akin to ἐγείρω); properly, the town-square (as a place of public resort); by implication, a market or thoroughfare: market(-place), street.
English (Thayer)
(ᾶς, ἡ (ἀγείρω, perfect ἤγορα, to collect) (from Homer down);
1. any collection of men, congregation, assembly.
2. place where assemblies are held; in the N. T. the forum or public place, where trials are held, ἀπ' ἀγορᾶς namely, ἐλθόντες on returning from the market if they hare not washed themselves they eat not; Winer's Grammar, § 66,2d. note); accordingly, the most frequented part of a city or village: B. D. American edition under the word Smith's Bible Dictionary, Market.)
Greek Monotonic
ἀγορά: [ᾰγ], -ᾶς, Ιων. ἀγορή, -ῆς, ἡ (ἀγείρω)·
I. συνάθροιση, συνέλευση του λαού, αντίθ. προς το συμβούλιο, τη βουλή των αρχόντων (βουλή), σε Όμηρ.· καθίζειν ἀγορήν, συγκαλώ συνέλευση, αντίθ. προς το λύειν ἀγορήν, τη διαλύω· ἀγορήνδε καλέειν, κηρύσσειν, σε Όμηρ.· παρομοίως και ἀγορὰν συνάγειν, συλλέγειν, σε Ξεν.
II. ο τόπος της συνέλευσης, σε Όμηρ.· δεν χρησίμευε μόνο για συζητήσεις, δίκες και άλλες τέτοιου είδους δημόσιες υποθέσεις, αλλά επίσης και ως τόπος αγοραπωλησιών, στους Αττ., (όπως το ρωμαϊκό forum), αλλά το να συχνάζει κάποιος στην αγορά θεωρούνταν αναξιοπρεπές, πρβλ. ἀγοραῖος.
III. εργασία στην ἀγορά, δημόσια αγόρευση, ευγλωττία, χάρισμα του λόγου, κυρίως στον πληθ., σε Όμηρ.
IV. αντικείμενα, προϊόντα που πωλούνται στην ἀγορά, ψώνια, παζάρι, Λατ. annona· ἀγορὰν παρασκευάζειν, έχω αγορά, διατηρώ κατάστημα στην αγορά, σε Θουκ. V χρησιμοποιείται για δήλωση του χρόνου, ἀγορὰ πλήθουσα ή ἀγορᾶς πληθώρη, το χρονικό διάστημα προ μεσημβρίας, χρόνος κατά τον οποίο η αγορά ήταν γεμάτη (μεταξύ της δεκάτης και δωδεκάτης προ μεσημβρίας), σε Ηρόδ.· αντίθ. προς το ἀγορῆς διάλυσις, ο χρόνος αμέσως μετά το μεσημέρι, οπότε οι αγοραστές επέστρεφαν στο σπίτι από την αγορά, στον ίδ.
Frisk Etymological English
See also: ἀγείρω
Middle Liddell
ἀγείρω βουλή
I. an assembly of the people, opp. to the Council of Chiefs, Hom.: —καθίζειν ἀγορήν to hold an assembly, opp. to λύειν ἀγ. to dissolve it; ἀγορήνδε καλέειν, κηρύσσειν, Hom.; so, ἀγορὰν συνάγειν, συλλέγειν Xen.
II. the place of Assembly, Hom.; used not only for debating, trials, and other public purposes, but also as a market-place, like the Roman Forum, attic; but to lounge in the market was held to be disreputable, cf. ἀγοραῖος.
III. the business of the ἀγορά, public speaking, gift of speaking, mostly in plural, Hom.
IV. things sold in the ἀγορά, the market, Lat. annona; ἀγορὰν παρασκευάζειν to hold a market, Thuc.
V. as a mark of time, ἀγορὰ πλήθουσα or ἀγορᾶς πληθώρη the forenoon, when the market-place was full, Hdt.; opp. to ἀγορῆς διάλυσις, the time just after mid-day, when they went home, Hdt.
Frisk Etymology German
ἀγορά: {agorá}
Meaning: ‘Volksversammlung, Versammlung, Volksplatz, Markt, Handel, Verkehr’ (seit Hom.).
Derivative: Ableitungen: ἀγορητής Redner (ep.), auch auf ἀγοράομαι zu beziehen, s. Fraenkel Nom. ag. 1, 25f., Redard Les noms grecs en -της 5f., 10. — Mehrere Denominativa: 1. ἀγοράομαι ‘(in der Versammlung öffentlich) reden’ (ep. ion. poet., aber nur in vereinzelten Formen) mit ἀγορητύς Beredsamkeit (ep.) und ἀγορατρός Redner (Delphi); 2. ἀγορεύω ib. (seit Hom., als Simplex selten im Attischen, s. Wackernagel Unt. 220ff., Fournier Les verbes "dire" 41ff.), wovon die seltenen und späten Nomina ἀγορευτής Redner, -τήριον Redestelle, -σις Rede; 3. ἀγοράζω auf dem Markte verkehren, einkaufen (ion. att.); davon ἀγόρασις Einkauf (Pl. u. a.), boeot. ἀγόρασσις (s. Holt Les noms d'action en -σις 49f.), ἀγορασία ib. (zur Bildung Chantraine Formation 85), ἀγορασμός ib. (LXX u. a.), -ασμα, gew. ἀγοράσματα ‘Einkäufe, (eingekaufte) Waren’ (D. u. a.); ferner das Nomen agentis ἀγοραστής Einkäufer (X. u. a.), fem. ἀγοράστρια (Pap.), mit ἀγοραστικός zum Handel gehörig (Pl. u. a.).
Etymology: Verbalnomen zu ἀγείρω, s. d.
Page 1,13-14
Chinese
原文音譯:¢gor£ 阿哥拉
詞類次數:名詞(11)
原文字根:買(處) 相當於: (מַעֲרָב) (שׁוּק)
字義溯源:市區廣場,市集,公共聚集地,市,街市;源自(ἄγω)X*=聚集),或源自(ἐγείρω)=起來*)。在市集廣場中,有雇工的活動( 太20:1,2,3),有社交的來往( 太23:7),有孩童的戲耍( 太11:16; 路7:32),有病痛的人躺在那裏,等待施捨醫治( 可6:56),那裏也有利益得失的交談( 徒16:19),和彼此辯論( 徒17:17);自然也有貨物的交易,與政治的講論
出現次數:總共(11);太(3);可(3);路(3);徒(2)
譯字彙編:
1) 街市(7) 太11:16; 太23:7; 可6:56; 可12:38; 路7:32; 路11:43; 路20:46;
2) 市場(2) 徒16:19; 徒17:17;
3) 市(1) 太20:3;
4) 市上(1) 可7:4
Wikipedia EN
The agora (/ˈæɡərə/; Ancient Greek: ἀγορά agorá) was a central public space in ancient Greek city-states. It is the best representation of a city-state's response to accommodate the social and political order of the polis. The literal meaning of the word "agora" is "gathering place" or "assembly". The agora was the center of the athletic, artistic, business, spiritual and political life in the city. The Ancient Agora of Athens is the best-known example.
Mantoulidis Etymological
(=συγκέντρωσις, τόπος συγκεντρώσεως). Ἀπό τό ἀγείρω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ἀγείρω.
Translations
als: agora; ar: أغورا; az: aqora; bg: агора; bn: আগোরা; br: agora; ca: àgora; cs: agora; cy: agora; de: agora; el: αρχαία αγορά; en: agora; eo: agoro; es: ágora; et: agoraa; eu: agora; fa: آگورا; fi: agora; fr: agora; gl: ágora; he: אגורה; hr: agora; hu: agora; hy: ագորա; ia: agora; id: agora; it: agorà; ja: アゴラ; ka: აგორა; kk: агора; ko: 아고라; la: agora; lb: agora; mk: агора; nl: agora; nn: agora; no: agora; oc: agora; pl: agora; pt: ágora; ro: agora; ru: агора; sh: agora; sk: agora; sl: agora; sq: agora; sr: агора; sv: agora; ta: அகோரா; tr: agora; uk: агора; ur: آگورہ; vi: agora; zh: 阿哥拉
Translations
assembly
Albanian: mbledhje, asamble; Apache Western Apache: íłaʼádzaa; Armenian: ժողով; Bulgarian: събиране, събрание; Catalan: assemblea; Chinese Mandarin: 集會, 集会, 會議, 会议; Czech: shromáždění, shromažďování; Dutch: vergadering; Finnish: kokous, kokoontuminen; French: assemblée, rassemblement; Galician: asemblea; Georgian: კრება, შეკრება, ასამბლეა, ყრილობა; German: Versammlung; Gothic: 𐌲𐌰𐌵𐌿𐌼𐌸𐍃; Greek: συνάθροιση; Ancient Greek: σύνοδος, ἀγών; Hebrew: אסיפה, עֲצֶרֶת; Hindi: जमाअत, जमात; Hungarian: gyülekezet, gyűlés, kupaktanács; Ido: asemblo; Irish: oireacht, tionól, comhthionól, cóisir; Italian: assembramento; Japanese: 会議; Kazakh: ассамблея; Kikuyu: mũcemanio Korean: 회의; Macedonian: собрание; Manx: cruinnaght; Mongolian: чуулган, цуглаан; Norman: assembliée, assembllaïe; Norwegian: forsamling; Old English: samnung; Plautdietsch: Vesaumlunk; Polish: zgromadzenie, wiec, narada, apel; Portuguese: assembléia; Russian: собрание, линейка; Sanskrit: परिषद्; Scottish Gaelic: cruinneachadh; Serbo-Croatian: zbornica; Slovak: zhromaždenie, zhromažďovanie; Spanish: asamblea; Swedish: församling; Tocharian B: sārri, wertsiya; Volapük: kolkömanef; Welsh: cynulliad; Zulu: inhlangano, imbizo
market
Abkhaz: аџьармыкьа; Afrikaans: mark; Albanian: treg; Alviri-Vidari: بازار; Amharic: ገበያ, ሱቅ; Arabic: سُوق; Egyptian Arabic: سوق; Hijazi Arabic: سوق; Armenian: շուկա; Assamese: বজাৰ; Asturian: mercáu; Avar: базар; Azerbaijani: bazar, çarşı; Bashkir: баҙар; Basque: azoka, merkatu; Bavarian: Morkt; Belarusian: рынак, базар; Bengali: বাজার, মার্কেট; Bole: goma; Bulgarian: пазар; Burmese: ဈေး; Catalan: mercat; Cebuano: tiyanggi; Chechen: базар; Chichewa: msika; Chinese Cantonese: 市場, 市场; Dungan: сычон, сы, базар; Hakka: 市場, 市场; Mandarin: 市場, 市场, 巴扎; Min Dong: 市場, 市场; Min Nan: 巴剎, 巴刹, 市場, 市场; Wu: 市場, 市场; Chuvash: пасар; Classical Nahuatl: tiyānquiztli; Crimean Tatar: bazar, çarşı; Czech: tržnice, trh; Danish: marked, markedsplads, torv; Dutch: markt, marktplein; Eastern Cham: darak; Esperanto: merkato; Estonian: turg; Farefare: da'aga; Faroese: marknaður; Finnish: tori, kauppatori; French: marché; Old French: marchiet, market; Friulian: marcjât, marčhât; Fula Adlam: 𞤶𞤫𞥅𞤪𞤫; Latin: jeere; Galician: mercado, praza do mercado; Georgian: ბაზარი; German: Markt, Marktplatz; Gothic: 𐌼𐌰𐌸𐌻; Greek: αγορά, παζάρι; Ancient Greek: ἀγορά; Gujarati: બજાર, હાટ; Hausa: kasuwa; Hebrew: שׁוּק; Hindi: बाज़ार, मार्केट, हाट, गंज, मंडी, बजार, बाजार; Hungarian: piac, vásárcsarnok; Hunsrik: Mërkaate; Icelandic: markaður; Ido: merkato; Indonesian: pasar; Irish: margadh; Italian: mercato; Jamaican Creole: maakit; Japanese: 市場, マーケット; Javanese: pasar; Kambaata: dikkuta; Kannada: ಪೇಟೆ, ಕೊಳ್ಳು, ಮಾರುಕಟ್ಟೆ, ಬಜಾರ್; Karachay-Balkar: базар; Kashubian: rënk, tôrg, mark; Kazakh: нарық, базар; Khmer: ផ្សារ, អាបណ; Korean: 시장(市場), 마켓; Kurdish Central Kurdish: بازار; Northern Kurdish: bazar; Kyrgyz: базар; Ladin: marcià; Lao: ຕະຫຼາດ; Latin: forum, mercatus; Latvian: tirgus, bazārs; Lezgi: базар; Lithuanian: turgus, turgavietė, prekyvietė; Low German German Low German: Markt; Luxembourgish: Maart; Lü: ᦂᦱᧆ; Macedonian: пазар; Malagasy: tsena; Malay: pasar, pekan; Malayalam: ചന്ത, അങ്ങാടി; Maltese: suq; Marathi: बाजार; Mari: леведышан; Middle English: market; Mon: ဖျာ; Mongolian: зах, зах зээл; Moore: raaga; Neapolitan: mercato; Nepali: बजार; Norman: marchi; Northern Thai: ᨠᩣ᩠ᨯ; Norwegian: marked, markedsplass; Occitan: mercat; Old Norse: markaðr, marknaðr; Oriya: ମାର୍କେଟ୍, ବଜାର; Oromo: gabaa; Ossetian: базар; Ottoman Turkish: بازار, پازار; Pashto: بازار; Persian: بازار, مارکت; Plautdietsch: Moakjt; Polish: rynek inan, targ inan, targowisko, bazar inan; Portuguese: feira, mercado; Punjabi: ਬਜ਼ਾਰ, ਹਾਟ; Romani: foro; Romanian: târg, piață; Romansch: martgà; Russian: рынок, базар; Sanskrit: पण्यशाला; Sardinian: malcadu; Scots: mercat; Scottish Gaelic: margaid, margadh, fèill; Serbo-Croatian Cyrillic: трг, пазар, тржница, пијаца; Roman: trg, pazar, tržnica, pijaca; Shan: ၵၢတ်ႇ; Sicilian: mircatu; Sidamo: dikko; Sinhalese: අළෙවිපළ; Slovak: trh; Slovene: trg; Somali: seylad, suuq; Sorbian Lower Sorbian: wiki, wikowanišćo, mark; Upper Sorbian: torhošćo, wiki; Southern Thai: หลาด; Spanish: plaza, mercado; Swahili: soko; Swedish: marknad; Tabasaran: базар; Tagalog: kabanata; Tajik: бозор; Tamil: சந்தை, சாற்று; Tatar: базар; Telugu: విపణి, బజారు; Tetum: basar; Thai: ตลาด; Tibetan: ཁྲོམ; Tigrinya: ዕዳጋ, ሹቕ; Tok Pisin: bungples; Turkish: pazar, çarşı; Turkmen: bazar; Tuvan: базар, рынок; Ukrainian: ринок, базар; Urdu: بازار, منڈی; Uyghur: بازار; Uzbek: bozor; Venetian: marcà, mercà; Vietnamese: chợ; Waray-Waray: merkado; West Frisian: merk; Western Cham: pasa; White Hmong: khw; Wolof: marse; Yagnobi: бозор; Yakut: рынок, баһаар; Yiddish: מאַרק; Zazaki: suke; Zhuang: hawciengz, sicangz
marketplace
Bulgarian: тържище, пазарен площад; Chichewa: msika; Chinese Mandarin: 草市, 市井, 市場, 市场; Danish: markedsplads; Dongxiang: baza; Faroese: sølutorg; Finnish: kauppatori, tori; French: marché; Galician: mercado, praza, campo da feira; German: Marktplatz; Gothic: 𐌼𐌰𐌸𐌻; Ancient Greek: ἀγορά; Hungarian: piactér, vásárhely, vásártér; Icelandic: markaðstorg; Irish: log margaidh; Italian: mercato; Japanese: 墟市, 草市, 市場; Latin: forum, mercatus; Macedonian: пазар; Malay: pekan, pasar; Norwegian Bokmål: markedsplass, torg; Nynorsk: marknadsplass, torg; Persian: بازار, چارسوق; Polish: targowisko; Portuguese: mercado; Russian: рынок, базар; Serbo-Croatian: tržnica; Spanish: mercado; Swedish: marknadsplats; Tok Pisin: bungples