ἄποπτος

From LSJ
Revision as of 17:55, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄποπτος Medium diacritics: ἄποπτος Low diacritics: άποπτος Capitals: ΑΠΟΠΤΟΣ
Transliteration A: ápoptos Transliteration B: apoptos Transliteration C: apoptos Beta Code: a)/poptos

English (LSJ)

ον, (ἀπόψομαι) A seen or to be seen from a place, ὅπως μὴ ἄ. ἔσται ἡ κορινθία ἀπὸ τοῦ χώματος Arist.Pol.1274a40, cf. Arr.Ind.4.7; ἐν ἀπόπτω ἔχειν in a conspicuous place, Id.An.2.10.3; ἐν ἀ. εἱστιᾶσθαι J.AJ13.14.2, etc. II out of sight of, far away from, τοῦδ' ἄποπτος ἄστεως S.OT762; ἄποπτος ἡμῶν Id.El.1489: abs., Far away, ἐξ ἀπόπτου μᾶλλον ἢ ἐγγύθεν σκοπεῖν Id.Ph.467; ὡς ἐξ ἀ. θεώμενος Pl.Ax. 369a; τόπος ἐξ ἀπόπτου καταφανής Plu.Eum.15; οὐδ' ἐξ ἀ. Phld.Rh.1.149S., Piet.27, cf. Gal.4.628. 2 dimly seen, S.Aj.15. 3 out of sight, ἐν ἀπόπτω τίθενται τὸν χάρακα D.H.2.54; ἐξ ἀπόπτου τῶν Ῥωμαίων παρεμβαλόντες Id.6.14.

Spanish (DGE)

-ον
visible ὅπως μὴ ἄ. ἔσται ἡ Κορινθία ἀπὸ τοῦ χώματος Arist.Pol.1274a40
subst. ἐν ἀπόπτῳ ἔχειν habitar en un lugar visible Arr.An.2.1073, ἑστιώμενος ἐν ἀπόπτῳ I.AI 13.380, ἐν ἀπόπτῳ τίθενται τὸν χάρακα D.H.2.54, cf. Arr.Ind.4.7.
-ον
I 1invisible de Atenea, S.Ai.15
c. gen. de pers. invisible para de Egisto ἄποπτον ἡμῶν S.El.1489.
2 lejano, distante, fuera de la vista c. gen. τοῦδ' ἄποπτος ἄστεως S.OT 762
ἐξ ἀπόπτου desde lejos πλοῦν μὴ ἐξ ἀπόπτου μᾶλλον ἢ ἐγγύθεν σκοπεῖν considerar la partida no como algo lejano, sino como algo próximo S.Ph.467, ὡς ἐξ ἀ. θεώμενος Pl.Ax.369a, οὐδ' ἐξ ἀ. Phld.Rh.1.149, Piet.p.147, ἐξ ἀπόπτου τῶν Ῥωμαίων παρεμβαλόντες D.H.6.14, cf. Plu.Eum.15, POxy.2190.27 (I d.C.), Gal.4.628, Ael.NA 7.21.
II adv. -ως fuera de la vista, ocultamente ἦν ... τοῖς ἰδιώταις ἀ. Lyd.Mag.3.59.

German (Pape)

[Seite 320] von oben herab, von fernher gesehen, VLL. πόῤῥωθεν ὁρώμενον, ὑψηλότατον, u. geradezu fern, ὡς πλεῖστον εἴη τοῦδ' ἄποπτος ἄστεως Soph. O. R. 762; Soph. Ai. 15 erkl. Schol. ἀόρατος, ungeschen, welche Bdtg es erst bei sehr Sp. hat, vgl. Lob. zu d. St.; ἄποπτον ἡμῶν, fern von uns, El. 1481; ἐξ ἀπόπτου σκοπεῖν, dem ἐγγύθεν entgegengesetzt, Phil. 465; wie Plat. Ax. 369 a; Ael. H. A. 7, 21; ἐν ἀπόπτῳ, in der Ferne, dah. unbemerkt, D. Hal. 2, 54; übh. sichtbar, ἄποπτόν ἐστί τι.ἀπό τινος, man hat von einem Orte aus die Aussicht wonach hin, Arist. pol. 2, 9; ἐν ἀπόπτῳ ἔχειν τι, etwas im Gesichtskreis haben, Arr. An. 2, 10, 4; ἡ στρατοπεδεία καταφανὴς ἦν καὶ ἄπ. Plut. Lucull. 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. qu’on voit seulement de loin : ἐξ ἀπόπτου de loin;
II. placé hors de la vue :
1 invisible : ἄποπτος ἡμῶν SOPH invisible pour nous, sel. d'autres vu de loin par nous;
2 éloigné : τοῦ ἄστεως SOPH de la ville.
Étymologie: ἀπό, ὄψομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἄποπτος:
1 издали видимый (ἀπὸ τοῦ χώματος Arst.; καταφανὴς καὶ ἄ. Plut.): ἐξ ἀπόπτου Soph., Plat., Plut. (наблюдая) издали;
2 удаленный от взоров, невидимый, т. е. далекий (τινος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄποπτος: -ον, (ἀπόψομαι) πόρρωθεν ὁρώμενος, ὁρατὸς ἀπό τινος μέρους, ὅπως μὴ ἄπ. ἔσται ἡ Κορινθία ἀπὸ τοῦ χώματος Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 9· καί περ ἐν ἀπόπτῳ ἤδη ἔχων τὴν Δαρείου δύναμιν, ἐν ὄψει, Ἀρρ. Ἀν. 2. 10, 3· ἐν ἀπ. εἰστιᾶσθαι Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 13. 14, 2, κτλ. ΙΙ. ὁ μακρὰν τῆς ὄψεως, ὡς πλεῖστον εἴη τοῦδ’ ἄποπτος ἄστεως Σοφ. Ο. Τ. 762· ἄποπτος ἡμῶν ὁ αὐτ. Ἠλ. 1489: - ἀπολ., μακράν, κἄν ἄποπτος ᾖς ὅμως ὁ αὐτ. Αἴ. 17, ἔνθα ἴδε Λοβ.· ἐξ ἀπόπτου μᾶλλον ἢ ’γγύθεν σκοπεῖν, πόρρωθεν μᾶλλον κτλ., Σοφ. Φ. 467· ὡς ἐξ ἀπ. θεώμενος Πλάτ. Ἀξ. 369Α. 3) ἀμυδρῶς ὁρώμενος, Διον. Ἁλ. 2. 54· ἀόρατος, Κύριλλ.

English (Slater)

ἄποπτος sign. incert.: ?far off, not to be seen ἴδον τ' ἄποπτα[ Δ. 4. 39.

Greek Monolingual

ἄποπτος, -ον (Α) οπτός
1. ορατός από μακριά
2. αυτός που βρίσκεται έξω από το οπτικό πεδίο, πολύ μακριά
3. ο μόλις, με δυσκολία ορατός.

Greek Monotonic

ἄποπτος: -ον (ἀπόψομαι, μέλ. του ἀφοράω), αυτός που βρίσκεται πολύ μακριά, εκτός του οπτικού πεδίου κάποιου, αυτος τον οποίο δεν μπορεί να δει κάποιος λόγω αποστάσεως, με γεν., σε Σοφ.· απόλ., αυτός που βρίσκεται μακριά, στον ίδ.· ἐξ ἀπόπτου, εξ αποστάσεως, από κάποια απόσταση, στον ίδ.

Middle Liddell

[ἀπόψομαι, fut. of ἀφοράω
out of sight of, far away from, c. gen., Soph.:—absol. out of sight, Soph.; ἐξ ἀπόπτου from a distance, Soph.

English (Woodhouse)

distant, far off, out of sight

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)