θρύπτω

From LSJ
Revision as of 18:03, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+)([;]| :| ;)" to "$1 $2, $3$4")

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρύπτω Medium diacritics: θρύπτω Low diacritics: θρύπτω Capitals: ΘΡΥΠΤΩ
Transliteration A: thrýptō Transliteration B: thryptō Transliteration C: thrypto Beta Code: qru/ptw

English (LSJ)

aor. 1 ἔθρυψα (ἐν-) Hp.Mul.1.75:—Pass. and Med., fut. A θρυφθήσομαι Arr.An.4.19.2; θρύψομαι Ar. (v. infr. 11.2c), Luc.Symp. 4: aor. 1 ἐθρύφθην Arist. de An.419b26, (ὑπ-) dub. in AP5.293.15 (Agath.): aor. 2 ἐτρύφην [ῠ] (δι-) Il.3.363, ἐθρύβην Dsc.5.123: pf. τέθρυμμαι Hp.Vict.2.48: (akin to θραύω):—break in pieces, break small, Pl.Cra.426e, A.Ag.1595; Νεῖλος βώλακα θ. Theoc.17.80:—Pass., to be broken small, θρύπτεσθαι κερματιζόμενον ἀνάγκη πᾶν τὸ ὄν Pl. Prm.165b, cf. AP12.61; χιόνος τὰ μάλιστα θρυφθησόμενα Arr.l.c.; of dried leguminous seeds, split, Thphr.HP8.11.3, cf. Sens.51; of air, to be dispersed, Arist.de An.l.c., Theo Sm.p.50 H.: the literal sense is more common in compds. ἀποθρύπτω, διαθρύπτω, etc. II metaph. in moral sense, enfeeble, esp. by debauchery and luxury, θ. τὰν ψυχάν Ti.Locr.103b; corrupt, [τινα] Pl.Lg.778a, Phld.Mus.p.79K.; θ. τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα Jul.Or.1.10c; [οἱ κόλακες] ἀποκναίουσι τῶν κολακευομένων τὰ ὦτα θρύπτοντες Ph.1.453; θ. ἑαυτόν,= θρύπτεσθαι (v. infr.), Ael.Ep.9. 2 more freq. in Pass., with fut. Med., to be enervated, unmanned, μαλακίᾳ θρύπτεσθαι X.Smp.8.8; ἁπαλός τε καὶ τεθρυμμένος Luc.Charid.4; θρύπτεται ἡ ὄψις is enfeebled, Plu.2.936f; οἱ τεθρυμμένοι τὰς ὄψεις weak-sighted people, A.D.Synt.199.5. b wanton, riot, ὅλην ἐκείνην εὐφρόνην ἐθρύπτετο f.l. in [S.]Fr.1127.9, cf. Luc.Pisc.31, Anach.29; display moral weakness, POxy.471.80 (ii A.D.); ἡδοναῖς ἀνάνδροις θ. Plu.2.751b; ἐπὶ τῷ κάλλει Phld.Hom.p.55 O.; ὄμμα θρυπτόμενον a languishing eye, AP5.286.8 (Agath.). c to be coy and prudish, bridle up, esp. when asked a favour, θρύψομαι Ar.Eq.1163; ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη Eup.358; ἁβρὰ καὶ θ. Charito 5.3; ἐθρύπτετο ὡς οὐκ ἐπιθυμῶν λέγειν Pl.Phdr.228c, cf. 236c, X.Smp.8.4; or when one pretends to decline an offer, Plu.Mar.14, Ant.12; θρύπτεσθαι πρός τινα give oneself airs to ward him, Id.Flam. 18, Luc.DMeretr.12.1. d grow conceited, τινι in or of a thing, AP 7.218.2 (Antip. Sid.); ἐσθῆτι πολυτελεῖ Ael.VH1.19, etc.; brag, Hld. 2.10.

German (Pape)

[Seite 1220] (θρυφ, vgl. θραύω), fut. θρύψω, aor. II. pass. ἐτρύφην, sehr Sp. (s. διαθρύπτω) auch ἐθρύβην, ἐθρύφθην Arist. an. 2, 8, f. ὑποθρύπτω, θρυφθησόμενος Arr. An. 4, 6, 2; – zerreiben, zerbrechen, zermalmen, zerbröckeln; Νεῖλος ἀναβλύζων διερὰν ὅτε βώλακα θρύπτει Theocr. 17, 80; θρυπτομένα πέτρα Ep. ad. 22 (XII, 61). Bei Plat. Crat. 426 e mit κερματίζειν verbunden, vgl. θρύπτεσθαι κερματιζόμενον ἀνάγκη πᾶν τὸ ὄν Parm. 165 b. – Häufiger übertr., bes. in sittlicher Beziehung, aufreiben, schwächen, entkräften, durch Trauer u. bes. durch Weichlichkeit, Ueppigkeit u. andere moralische Einwirkung Leib u. Seele um ihre Kraft u. Festigkeit bringen; Gegensatz ῥώννυμι, Tim. Locr. 103 b; im pass. durch Schwelgerei u. Ueppigkeit verzärtelt, verweichlicht werden, μαλακίᾳ θρυπτόμενος Xen. Conv. 8, 8; ἁπαλὸς καὶ τεθρυμμένος Luc. Charid. 4; χαυνοῦνται γὰρ ταῖς ὑπερβολαῖς τῶν ἐπαίνων καὶ θρύπτονται Plut. de educ. lib. 12. – Kraftlos, weichlichsein, Luc. Piscat. 31 de gymnas. 29; weichlich, üppig leben, schwelgen, Soph. frg. 708; θρυπτόμενος ἡδοναῖς ἀνάνδροις Plut. amator. 4. – Schönthun, B. A. 43 ὡραΐζομαι, sprödethun, sichzieren, ἐθρύπτετο ὡς δὴ οὐκ ἐπιθυμῶν λέγειν, er zierte sich, als wollte er nicht sprechen, Plat. Phaedr. 228 c; vgl. Xen. Conv. 8, 4, wo es von der sokratischen Ironie gesagt ist, sich verstellen; Plut. Mar. 14 Ant. 12; Luc. θρύπτει ταῦτα – κἀγὼ θρύψομαι πρός σε Lapith. 4; σὺ δὲ ἐθρύπτου πρὸς αὐτήν D. Mar. 13, 1; D. Meretr. 12 Gall. 14; θρυπτόμενον ὄμμα, verliebtes, schmachtendes Auge, Agath. 21 (V, 287); – stolz worauf sein, sich brüsten, χρυσῷ καὶ ἁλουργίδι Antp. Sid. 83 (VII, 218); ἐσθῆτι πολυτελεῖ Ael. H. A. 1, 19; Hel. 4, 7. 10, 21; mit Worten großprahlen, sich rühmen, 2, 10; πρός τινα, Plut. Flamin. 18; vgl. Dorville zu Charit. p. 472. – S. auch τρυφή.

French (Bailly abrégé)

f. θρύψω, ao. ἔθρυψα;
Pass. f. θρυφθήσομαι, ao. ἐθρύφθην, ao.2 réc. ἐθρύβην, pf. τέθρυμμαι;
1 briser, broyer;
2 amollir, énerver (de sensualité, de débauche) ; Pass. être amolli, énervé : ἁπαλός τε καὶ τεθρυμμένος LUC mou et énervé ; en gén. être affaibli, émoussé : θρύπτεται ἡ ὄψις PLUT la vue est affaiblie ; fig. faire le fier, tirer vanité de, acc.;
Moy. θρύπτομαι (f. θρύψομαι);
1 vivre dans la mollesse;
2 faire le dégoûté, faire des façons, se faire prier (lat. delicias facere) ; particul. faire des façons pour décliner une offre;
3 faire le fier : πρός τινα se donner des airs auprès de qqn ; tirer vanité de, τινι.
Étymologie: τρυφή.

Russian (Dvoretsky)

θρύπτω: (fut. θρύψω; pass.: fut. θρυφθήσομαι, aor. 1 ἐθρύφθην, aor. 2 ἐθρύβην, pf. τέθρυμμαι)
1 сокрушать, разбивать, размельчать, дробить: θρύπτεται κερματιζόμενον πᾶν τὸ ὄν Plat. все сущее делится и дробится; τὸ θρυφθῆναι τοῦ ἀέρος Arst. рассеивание (разрежение) воздуха;
2 разрыхлять, рыть (Νεῖλος ἀναβλύζων βώλακα θρύπτει Theocr.; πέτρα θρυπτομένα Anth.);
3 (об обычаях и т. п.) ломать, нарушать (τι ἀνοήτως Plat.);
4 надламывать, расслаблять, расстраивать, портить (μαλακίᾳ θρύπτεσθαι Xen.): θρύπτεται ἡ ὄψις Plut. зрение слабеет; ὄμμα θρυπτόμενον Anth. томный взор; ἁπαλός τε καὶ τεθρυμμένος Luc. крайне изнеженный, развращенный;
5 med.-pass. ломаться, жеманиться, притворяться: ἐπεθύμει μὲν λέγειν, ἐθρύπτετο δέ Plat. говорить-то он хотел, да жеманился; ἢ μεγάλως εὐδαιμονήσω ἢ ἐγὼ θρύψομαι Arph. если я не назову себя необыкновенно счастливым, это значило бы привередничать; τοῦ Καίσαρος θρυπτομένου καὶ διακλίνοντος Plut. когда Цезарь притворно отклонил (корону);
6 pass. напускать на себя важный вид, чваниться (χρυσῷ καὶ ἁλουργίδι Anth.; πρός τινα Plut., Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

θρύπτω: μέλλ. θρύψω Γρηγ. Ναζ.: ἀόρ. ἔθρυψα (ἐν-) Ἱππ. 621. 42. - Παθ. καὶ μέσ., μέλλ. θρυφθήσομαι Ἀρρ. Ἀν. 4. 19· θρύψομαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 1163, Λουκ. Συμπ. 4: ἀόρ. ἐθρύφθην Ἀριστ. Προβλ. 11. 6, (ὑπ-) Ἀνθ. Π. 5. 294, 15· ὡσαύτως ἐτρύφην ῠ (δι-) Ἰλ. Γ. 363, ἐθρύβην Θεόδ. Πρόδρ.: πρκμ. τέθρυμμαι Ἱππ. 357. 49. (Συγγενὲς τῷ θραύω, ἴδε ἐν λ. τείρω). Θραύω εἰς μικρὰ τεμάχια, καταθραύω, κατασυντρίβω, συνδυαζόμενον μετὰ τοῦ κερματίζω, Πλάτ. Κρατ. 426Ε· Νεῖλος βώλακα θρ. Θεόκρ. 17. 80. - Παθ., θραύομαι εἰς μικρὰ τεμάχια, συντρίβομαι, Πλάτ. Παρμ. 165Β, Ἀνθ. Π. 12. 61· χιόνος τὰ μάλιστα θρυφθησόμενα Ἀρρ. Ἀν. 4. 6· ἐπὶ ἀέρος, διασκορπίζομαι, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 8, 8. Ἡ κυριολεκτικὴ σημασία εἶναι συνηθεστέρα ἐν τοῖς συνθέτοις ἀπο-, δια-θρύπτω, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ὡς τὸ Λατ. frangere, θραύω, συντρίβω, ἐξασθενῶ, ἰδίως δι’ ἀκολάστου καὶ ἀσώτου βίου, θρ. τὰν ψυχὰν Τίμ. Λοκρ. 103Β· θρ. τι, φέρομαι θρυπτικῶς πρός τινα, Πλάτ. Νόμ. 778Α. θρ. ἑαυτὸν = θρύπτεσθαι (ἴδε κατωτ.), Αἰλ. Ἐπιστ. 9, Γρηγόρ. Ναζ. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθητ., μετὰ μέσου μέλλ. (Ἀριστοφ. Ἱππ. 1163), ἐξασθενοῦμαι, ἐκνευρίζομαι, ἐκθηλύνομαι, μαλακίᾳ θρύπτεσθαι Ξεν. Συμπ. 8, 8· ἁπαλὸς τε καὶ τεθρυμμένος Λουκ. Χαρίδ. 4· θρύπτεται ἡ ὄψις, ἐξασθενοῦται, Πλούτ. 2. 936F. β) ζῶ ἀσώτως, ἀκολασταίνω, ὅλην ἐκείνην εὐφρόνην ἐθρύπτετο Σοφ. Ἀποσπ. 708. 9, πρβλ. Λουκ. Ἁλ. 31, Ἀνάχ. 29 ἠδοναῖς θρ., παραδίδομαι ἀκολάστως εἰς..., Πλούτ. 2. 751Β· ὄμμα θρυπτόμενον, χαλαρούμενον θηλυπρεπῶς, Ἀνθ. Π. 5. 287. - Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., ἀκολάστως, ἀσελγῶς, θηλυπρεπῶς, Πλούτ. 2. 801Α. γ) ἀκκίζομαι, ὡραίζομαι, κάμνω «νάζια», υπερηφανεύομαι, ἰδίως παρακαλούμενος νὰ πράξω τι, Λατ. delicias facere, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1163· ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 23· ἐθρύπτετο ὡς μὴ ἐπιθυμῶν λέγειν Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 228C, πρβλ. 236C, Ξεν. Συμπ. 8, 4· ἢ προσποιοῦμαι ὅτι ἀπορρίπτω τι προσφερόμενον, Πλούτ. ἐν Μαρ. 14, ἐν Ἀντων. 12, πρβλ. Dorv. Χαρ. 472· ἐν συνδυασμῷ μετὰ τοῦ ἰσοδυνάμου ἀκκίζεσθαι ἢ ὡραΐζεσθαι, Εὔπολ. ἔνθ’ ἀνωτ. 23, πρβλ. Ruhnk. Τίμ. 19· θρύπτεσθαι πρός τινα, φέρεσθαι πρὸς αὐτὸν θρυπτικῶς, Πλούτ. ἐν Φλαμινίνῳ 11, Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 12. 1. δ) ἀλαζονεύομαι, γίνομαι ἀλαζών, τινι, εἴς τι ἢ διά τι πρᾶγμα, Ἀνθ. Π. 7. 218, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 19, κτλ.: - καυχῶμαι, κομπάζω, Λατ. gloriari, Ἡλιόδ. 2. 10.

Greek Monolingual

(ΑΜ θρύπτω)
1. θρυμματίζω
2. μέσ. θρύπτομαι
καμαρώνω, κάνω νάζια.
αρχ.
1. (για αέρα) διασκορπίζομαι
2. (με ηθική σημ.) εξασθενώ, αμαυρώνω
3. παθ. α) γίνομαι τρυφηλός, φιλήδονος
β) εκθηλύνομαι
4. ζω άσωτα
5. υποκρίνομαι, προσποιούμαι ότι απορρίπτω κάτι που μού προσφέρεται
6. φέρομαι αλαζονικά
7. καυχιέμαι, κομπάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρατηρείται μορφολογική και σημασιολογική σχέση του ρ. με τα θραύω, θρυλίσσω. Ανάγεται σε ΙΕ dhrubh-iō < ΙΕ ρίζα dhreubh- (παρεκτεταμένη με χειλικό μορφή της ρίζας dhreus- του θραύω) και συνδέεται με λεττ. drubazas «κομματάκι ξύλου» κ.ά. Το ρ. θρύπτω, εκτός από τη γνωστή σημ. «κομματιάζω, θρυμματίζω», έλαβε και άλλες μεταφορικές σημ. ήδη από την Αρχαία (πρβλ. «φθείρω, εξασθενώ», «ζω ακόλαστα»), από τις οποίες προήλθε και το παράγωγο τρυφή (πρβλ. ακολασία, μαλθακία), απ' όπου και τα τρυφώ, τρυφερός.
ΠΑΡ. θρύμμα, θρυπτικός, θρύψη, τρυφή
αρχ.
τρύφος.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) διαθρύπτω, συνθρύπτω
αρχ.
αποθρύπτω, ενθρύπτω, επιθρύπτω, καταθρύπτω, περιθρύπτω, υποθρύπτω].

Greek Monotonic

θρύπτω: μέλ. θρύψω, αόρ. αʹ ἔθρυψα· Παθ. και Μέσ. μέλ. θρύψομαι, αόρ. βʹ ἐτρύφην [ῠ] (συγγενές προς το θραύω
I. σπάζω σε κομμάτια, συντρίβω, συνθλίβω, σε Πλάτ., Θεόκρ.
II. 1. μεταφ., όπως το Λατ. frangere, θραύω, συντρίβω, εξασθενώ, αποδυναμώνω· Παθ. με Μέσ. μέλ., είμαι εξασθενημένος, εκνευρίζομαι, εκθηλύνομαι, σε Ξεν.· τεθρυμμένος, σε Λουκ.
2. στην Παθ. επίσης, είμαι σεμνοτυφής, έχω υπεροπτικό ύφος, κάνω την κοκέτα, υπερηφανεύομαι, σε Αριστοφ., Ξεν.· θρύπτεσθαι πρός τινα, σε Πλούτ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: break in pieces, corrupt, enfeeble, med. `be coy and prudish, bridle up, to be enervated, unmanned (IA).
Other forms: Aor. θρύψαι, pass. τρυφῆναι (Il.), later θρυφθῆναι (Arist.), θρυβῆναι (Dsc.), perf. med. τέθρυμμαι,
Compounds: also with prefix, e. g. δια-, ἐν-,
Derivatives: 1. τρύφος n. fragment (δ 508, Hdt., Pherecr. a. o.). 2. τρυφή softness, luxuriousness, wantonness (Att.); with τρυφερός soft, wanton (Att.; after θαλερός, γλυκερός a. o.) with τρυφερότης (Arist.); τρυφηλός id. (AP); τρυφαλίς = τροφαλίς and transformations of it (Luc.); τρύφαξ wanton, debauchee (Hippod.); denomin. verb τρυφάω, also with prefix, e. g. ἐν-, with ἐντρυφής = τρυφερός (Man.), live softly, luxurious, be wanton (Att.) with τρύφημα wantonness, luxuries, also concrete (E., Ar.), τρυφητής voluptuary (D. S.). 3. θρύμμα fragment (Hp., Ar.) with θρυμματίς f. kind of cake (middl. Com.), perhaps also θρυμίς ἰχθῦς ποιός H. 4. θρύψις break in pieces, softness, debauchary (X., Arist.) with θρύψιχος = τρυφερός (Theognost., H.), after μείλιχος (Chantraine Formation 404). 5. From the present: θρυπτικός mellow, crumbling (Gal., Dsc.), softness (X., D. C.), θρύπτακον κλάσμα ἄρτου. Κρῆτες H.
Origin: Sub. Eur.
Etymology: θρύπτω can continue IE *dhrubh-i̯ō and agree with Baltic, Latv. drubaža piece, fragmant, drubazas splinter. Also OS drūƀōn, drūvōn be sad may agree, as is OIr. drucht drip, PCelt. *drub-tu-. Latvian has forms in p, e. g. drup-u, drup-t crumble. Also in Germanic, e. g. ONo. drjūpa drip (with dropi m. drop), of which the p however, if old, must go back on IE b, "eine ganz unwahrscheinliche Annahme" (Frisk); rather it is an innovation of one language. - Pok. 274f. - After θρύπτω prob. δρύπτω, s. v. We have here prob. a non-IE substratum word from Europe, of the type dicussed by Kuiper, NOWELE 25 (1995) 68-72.

Middle Liddell

akin to θραύω
I. to break in pieces, break small, Plat., Theocr.
II. metaph., like Lat. frangere, to break, crush, enfeeble: Pass., with fut. mid., to be enfeebled, enervated, unmanned, Xen.; τεθρυμμένος Luc.
2. in Pass. also, to play the coquet, be coy and prudish, give oneself airs, bridle up, Ar., Xen.; θρύπτεσθαι πρός τινα to give oneself airs toward him, Plut.

Frisk Etymology German

θρύπτω: {thrúptō}
Forms: Aor. θρύψαι, Pass. τρυφῆναι (Il.), später θρυφθῆναι (Arist.), θρυβῆναι (Dsk.), Perf. Med. τέθρυμμαι,
Grammar: v.
Meaning: zerreißen, zerbröckeln, entkräften, verweichlichen, Med. weichlich sein, sich zieren, im Überfluß schwelgen (ion. att.).
Composita: auch mit Präfix, z. B. δια-, ἐν-,
Derivative: Ableitungen: 1. τρύφος n. Bruchstück (δ 508, Hdt., Pherekr. u. a.). 2. τρυφή Weichlichkeit, Üppigkeit, Schwelgerei (att.); davon τρυφερός weichlich, schwelgerisch (att.; nach θαλερός, γλυκερός u. a.) mit τρυφερότης (Arist., LXX u. a.); τρυφηλός ib. (APu. a.); τρυφαλίς = τροφαλίς und Umbildung davon (Luk. u. a.); τρύφαξ Schwelger, Wollüstling (Hippod.); denominatives Verb τρυφάω, auch mit Präfix, z. B. ἐν-, mit ἐντρυφής = τρυφερός (Man.), weichlich, üppig leben, schwelgen (att.) mit τρύφημα Schwelgerei, Wollust, auch konkret (E., Ar. u. a.), τρυφητής Wollüstling (D. S.). 3. θρύμμα Bruchstück (Hp., Ar. u. a.) mit θρυμματίς f. Art Kuchen (mittl. Kom. u. a.), wohl auch θρυμίς· ἰχθῦς ποιός H. 4. θρύψις das Zerreiben, Weichlichkeit, Schwelgerei (X., Arist. usw.) mit θρύψιχος = τρυφερός (Theognost., H.), nach μείλιχος u. a. (Chantraine Formation 404). 5. Vom Präsens: θρυπτικός mürbe, zerbröckelnd (Gal., Dsk.), weichlich (X., D. C. usw.), θρύπτακον· κλάσμα ἄρτου. Κρῆτες H.
Etymology: Der Form und ursprünglichen Bedeutung nach an θραύω und *θρυλίσσω (s. dd.) erinnernd, kann θρύπτω aus idg. *dhrubh-i̯ō zu den im Baltischen isolierten lett. drubaža Trumm, drubazas Holzsplitter stimmen. Auch asächs. drūƀōn, drūvōn betrübt sein ist lautlich damit vereinbar, ebenso air. drucht Tropfen, urkelt. *drub-tu-. Daneben stehen im Lettischen Formen mit auslautendem p, z. B. drup-u, drup-t zerfallen. Ebenso im Germanischen, z. B. ano. drjūpatriefen’ (mit dropi m. Tropfen u. a.), dessen p jedoch, wenn alt, auf idg. b zurückgehen müßte, eine ganz unwahrscheinliche Annahme. Eher liegt eine einzelsprachliche Neuerung vor. — WP. 1, 872f., Pok. 274f., wo weitere Formen mit Lit. zu finden sind. — Nach θρύπτω wahrscheinlich δρύπτω, s. d.
Page 1,688-689

Mantoulidis Etymological

(=σπάνω, θρυματίζω, παθητ.: κάνω νάζια, ὑπερηφανεύομαι). Ἀπό ρίζα τερ- τοῦ τείρω (=τρίβω, ταλαιπωρῶ) καί ἀπό ρίζα τρυ-, ἀπό ὅπου καί τό τρύχω, τρύω, τρυφή. Θέμα: τρυφ + πρόσφυμα τ + ω → τρύφ-τ-ω καί μέ τροπή τοῦ φ σέ π καί τοῦ τ σε θ → τρύπτω → θρύπτω.
Παράγωγα: θρύμμα (=συντρίμμι), θρυπτικός (=εὔθραυστος), ἔνθρυπτος, ἄθρυπτος, εὔθρυπτος, θρύψις, τρυφή (=τρυφερότητα, πολυτέλεια), τρυφῶ (=ζῶ μέ πολυτέλεια), τρύφημα, ἐντρύφημα, τρυφητής (=ἀκόλαστος), τρυφερός, τρυφερότης, τρυφηλός, τρύφος, τό (=κομμάτι).