τήβεννος

From LSJ
Revision as of 19:03, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τήβεννος Medium diacritics: τήβεννος Low diacritics: τήβεννος Capitals: ΤΗΒΕΝΝΟΣ
Transliteration A: tḗbennos Transliteration B: tēbennos Transliteration C: tivennos Beta Code: th/bennos

English (LSJ)

ἡ, = τήβεννα.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 manteau grec;
2 à Rome toge.
Étymologie: DELG terme étrusque.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και τήβεννα Α
χαρακτηριστικό χαλαρό εξωτερικό ένδυμα τών Ρωμαίων πολιτών, το οποίο αρχικά φορούσαν όλες οι κοινωνικές τάξεις και τα δύο φύλα, αλλά σταδιακά έπαυσαν να το φορούν οι γυναίκες, οι εργάτες και οι πατρίκιοι και αποτέλεσε το επίσημο ένδυμα του αυτοκράτορα και τών ανώτερων αξιωματούχων, καθ' όλη τη διάρκεια της αυτοκρατορίας («τὰ δὲ τοιαῡτα τῶν ἀμφιεσμάτων Ρωμαῖοι μὲν τόγας, Ἕλληνες δὲ τήβεννον καλοῦσι», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
μακρύ ένδυμα, μαύρου συνήθως χρώματος, με διακοσμητικές ταινίες στα μανίκια και στον λαιμό, που φορούν δικαστές, μέλη της συγκλήτου τών πανεπιστημίων και άλλα πρόσωπα σε επίσημες εμφανίσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ. ετρουσκικής προέλευσης. Η λ. αντιστοιχεί με το λατ. toga].

Russian (Dvoretsky)

τήβεννος: ἡ Plut. = τήβεννα 2.

German (Pape)

ἡ, = τήβεννα, Sp.