κεφαλαίωμα
English (LSJ)
ατος, τό, A sum total, Hdt. 3.159. II collective expression, τοὺς τὰς ἰδέας κεφαλαιώματα λέγοντας τοῦ ἐντρέχοντος κοινοῦ τοῖς πολλοῖς Procl.in Prm.p.564 S.
German (Pape)
[Seite 1427] τό, das Hauptergebniß, die Hauptsumme, Her. 3, 159.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
somme, total, propr. récapitulation.
Étymologie: κεφαλαιόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεφαλαίωμα -ατος, τό [κεφαλαιόω] som, totaal.
Russian (Dvoretsky)
κεφᾰλαίωμα: ατος τό общая сумма (πέντε μυριάδων τὸ κ. συνῆλθε Her.).
Greek Monolingual
κεφαλαίωμα, τὸ (Α) κεφαλαιώ
1. σύνολο, άθροισμα («πέντε μυριάδων τὸ κεφαλαίωμα τῶν γυναικῶν συνῆλθε», Ηρόδ.)
2. συλλογική έκφραση, συλλογικός λόγος («τοὺς τὰς ἰδέας κεφαλαιώματα λέγοντας τοῦ ἐντρέχοντος κοινοῦ τοῖς πολλοῖς», Πρόκλ.).
Greek Monotonic
κεφᾰλαίωμα: -ατος, τό (κεφ-λαιόω), συνολικό άθροισμα, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλαίωμα: τό, τὸ ὅλον, τὸ σύνολον, τὸ κεφάλαιον, ἄθροισμα, Ἡρόδ. 3. 159.