δαίδαλμα

From LSJ
Revision as of 13:46, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαίδαλμα Medium diacritics: δαίδαλμα Low diacritics: δαίδαλμα Capitals: ΔΑΙΔΑΛΜΑ
Transliteration A: daídalma Transliteration B: daidalma Transliteration C: daidalma Beta Code: dai/dalma

English (LSJ)

ατος, τό, work of art, θεῶν Theoc.1.32, cf. Luc.Am.13; τὰ τῆς οἰκοδομίας δ. Agath.2.15.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
obra artística, delicada λυσίμβροτον ... ἀκηράτων δ. Pi.Fr.52i.81, τι θεῶν δ. Theoc.1.32, δ. κάλλιστον Luc.Am.13, τῆς οἰκοδομίας δαιδάλματα Agath.2.15.2, cf. Callistr.11.3, Colluth.308, Nonn.D.37.127.

German (Pape)

[Seite 514] τό, Kunstwerk, Theocr. 1, 32; Luc. Amor. 13.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
œuvre d'art.
Étymologie: δαιδάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαίδαλμα -ατος, τό [δαιδάλλω] kunstwerk.

Russian (Dvoretsky)

δαίδαλμα: ατος τό художественное изделие, произведение искусства Theocr., Luc.

English (Slater)

δαίδαλμα
1 something cleverly made, piece of workmanship [δαιδάλματα codd. con tra met.: δαίδαλ Pauw (P. 5.36) ] ]λυσίμβροτον παρθενίᾳ[ ]ἀκηράτων δαίδαλμα[ (Pae. 8.81)

Greek Monolingual

δαίδαλμα, το (AM) δαιδάλλω έργο τέχνης, περίτεχνο έργο.

Greek Monotonic

δαίδαλμα: -ατος, τό, έργο τέχνης, κομψοτέχνημα, τεχνούργημα στολισμένο με πολλή τέχνη, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

δαίδαλμα: τό, ἔργον τέχνης, Θεόκρ. 1. 32, Λουκ. Ἔρωσ. 13.

Middle Liddell

a work of art, Theocr.