κυνοπρόσωπος
English (LSJ)
ον, dog-faced, Luc.DMar.7.2, VH1.16, S.E.P.3.219; of men, like κυνοκέφαλος, Ael.NA10.25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à figure de chien.
Étymologie: κύων, πρόσωπον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνοπρόσωπος -ον [κύων, πρόσωπον] met een hondenkop.
Russian (Dvoretsky)
κῠνοπρόσωπος: с собачьей мордой Luc., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνοπρόσωπος: -ον, ἔχων πρόσωπον κυνός, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 7. 2, π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 16· ― ἐπὶ ἀνθρώπων, ὡς τὸ κυνοκέφαλος, Αἰλ. π. Ζ. 10. 25.
Spanish
Greek Monolingual
κυνοπρόσωπος, -ον (Α)
1. αυτός που μοιάζει με σκύλο, σκυλομούρης
2. κυνοκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + πρόσωπον.
Greek Monotonic
κῠνοπρόσωπος: -ον (πρόσωπον), αυτός που έχει πρόσωπο σκύλου, σε Λουκ.
Middle Liddell
κῠνο-πρόσωπος, ον πρόσωπον
dog-faced, Luc.
Léxico de magia
-ον de rostro de perro de Anubis ἐξορκίζω ὑμᾶς, νεκυδαίμονας, <κατὰ> ... τοῦ θεοῦ κυνοπροσώπου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ θεῶν os conjuro a vosotros, démones de muertos, por el dios de rostro de perro y por los dioses que están con él P XII 493
German (Pape)
mit einem Hundsangesicht; Luc. D.Mar. 7.2, Iup. Trag. 9; ἄνθρωποι, sonst κυνοκέφαλοι, Ael. H.A. 10.25.