κάθαιμος

From LSJ
Revision as of 13:56, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάθαιμος Medium diacritics: κάθαιμος Low diacritics: κάθαιμος Capitals: ΚΑΘΑΙΜΟΣ
Transliteration A: káthaimos Transliteration B: kathaimos Transliteration C: kathaimos Beta Code: ka/qaimos

English (LSJ)

ον, bloody, τραύματα, σῖτα, E.IT1374, prob. in HF383 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1279] blutig, mit Blut befleckt; τραύματα Eur. I. T. 1374; σῖτα Herc. Fur. 384.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout sanglant.
Étymologie: κατά, αἷμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάθαιμος -ον [κατά, αἷμα] bloedig.

Russian (Dvoretsky)

κάθαιμος:
1 покрытый кровью, окровавленный (τραύματα Eur.);
2 кровавый (σῖτα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

κάθαιμος: -ον, πλήρης αἵματος ἢ αἱμάτων, «αἱματωμένος», τραύματα, σῖτα Εὐρ. Ι. Τ. 1374, Ἡρ. Μαιν. 384.

Greek Monolingual

κάθαιμος, -ον (Α)
γεμάτος αίματα, καταματωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αιμος (< αἷμα), πρβλ. έναιμος, σύναιμος].

Greek Monotonic

κάθαιμος: -ον (αἷμα), καταματωμένος, αιματηρός, σε Ευρ.

Middle Liddell

κάθ-αιμος, ον αἷμα
bloodstained, bloody, Eur.