καμψίπους

From LSJ
Revision as of 14:00, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι → in the dream, she offered her breast

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καμψίπους Medium diacritics: καμψίπους Low diacritics: καμψίπους Capitals: ΚΑΜΨΙΠΟΥΣ
Transliteration A: kampsípous Transliteration B: kampsipous Transliteration C: kampsipous Beta Code: kamyi/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, bending the foot, in running, i.e. swift-running, Ἐρινύς A.Th.791 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1319] ποδος, den Fuß biegend, einknickend, u. so zum Niederstürzen zwingend; so heißt die Erinys, die den Menschen zum Falle bringt, demüthigt, Aesch. Spt. 773. Vgl. καμπεσίγουνος.

French (Bailly abrégé)

ποδος (ὁ, ἡ)
qui fait plier le pied, càd qui renverse (les criminels), qui ne les laisse pas fuir ; sel. d'autres qui plie le pied, càd agile, qui sait atteindre.
Étymologie: κάμπτω, πούς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καμψίπους -πουν, gen. -ποδος [κάμπτω, πούς] het been buigend, snelvoetig.

Russian (Dvoretsky)

καμψίπους: ποδος adj. сгибающий (чьи-л.) ноги, т. е. сбивающий с ног, повергающий на землю, смиряющий (Ἐρινύς Aesch.).

Greek Monolingual

καμψίπους, -ουν (Α)
1. αυτός που τρέχοντας κάμπτει το πόδι, δηλ. που τρέχει γρήγορα, ταχύς, ταχύπους
2. (κατά δ. ερμ.) αυτός που λυγίζει τα πόδια κάποιου, δηλ. που καταβάλλει, που ταπεινώνει κάποιον («νῦν δὲ τρέω μὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς» — και τώρα τρέμω μήπως η γοργοπόδαρη Ερινύς [ή: η Ερινύς που λυγίζει τα πόδια, που καταβάλλει και ταπεινώνει τους ανθρώπους] πραγματοποιήσει την κατάρα, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμψι- (< κάμπτω) + -πους (< πούς), πρβλ. αελλόπους, ωκύπους. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].

Greek Monotonic

καμψίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που λυγίζει τα πόδια καθώς τρέχει, δηλ. γοργοπόδαρος, γρήγορος στο τρέξιμο, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

καμψίπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, κάμπτων τὸν πόδα ἐν τῷ τρέχειν, δηλ. ταχέως τρέχων, Ἐρινὺς Αἰσχύλ. Θήβ. 791· ― ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ λέξιν καμπεσίγουνος, ἣν ἴδε.

Middle Liddell


bending the foot, i. e. swift-running, Aesch.