προσνεύω

From LSJ
Revision as of 10:42, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσνεύω Medium diacritics: προσνεύω Low diacritics: προσνεύω Capitals: ΠΡΟΣΝΕΥΩ
Transliteration A: prosneúō Transliteration B: prosneuō Transliteration C: prosneyo Beta Code: prosneu/w

English (LSJ)

A incline or bend towards, Plu.Brut.1. 2 have an inclination or tendency, οὐ προσνεύσαντος οὐδὲ βουληθέντος Plot.5.1.6. II incline, slope towards, Apollod.Poliorc.154.5; lean towards, in wrestling, etc., Gal.6.142 (v.l. for προν-), Antyll. ap. Orib.6.32.4; look towards, Λιβύη π. ἐπὶ τὸν ἄρκτον Str.2.4.3, cf. 13.1.68; προσνεῦον τὸ ἀπαρέμφατον ἀμφοτέραις ταῖς αἰτιατικαῖς A.D.Synt.243.8. 2 Astrol., approach, of planets, Vett.Val.7.14,al.

German (Pape)

[Seite 773] sich wohin neigen, Plut. Brut. 1.

French (Bailly abrégé)

1 se pencher vers, s'incliner;
2 donner son assentiment.
Étymologie: πρός, νεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-νεύω naar iets toe neigen.

Russian (Dvoretsky)

προσνεύω: кивать в знак согласия, соглашаться Plut.

Greek Monolingual

ΝΑ νεύω
(αμτβ.) συμφωνώ νεύοντας καταφατικά, συγκατανεύω
αρχ.
1. γέρνω το κεφάλι προς το μέρος κάποιου
2. παρουσιάζω κλίση προς μια κατεύθυνση
3. (ιδίως στην πάλη) πέφτω επάνω
4. (για γεωγραφικές θέσεις) βλέπω προς μια διεύθυνση («ἢ πολὺ τὴν Λιβύην κατὰ τοῦτο τὸ μέρος προσνεύειν ἐπὶ τὴν ἄρκτον», Στράβ.)
5. αστρολ. (για πλανήτη) προσεγγίζω
6. γραμμ. (για λέξεις ως όρους προτάσεων) μπορώ να συνταχθώ.

Greek Monotonic

προσνεύω: μέλ. -σω, συγκατανεύω, συναινώ, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

προσνεύω: νεύω πρός, συγκατανεύω, κλίνω πρός τινα ὅπως ἀκούσω αὐτόν, προσνεύσαντα πατάξας ἀπέκτεινε Πλουτ. Βροῦτ. 1. καταχρηστικῶς, προσνεῦον τὸ ἀπαρέμφατον ἀμφοτέραις ταῖς αἰτιατικαῖς Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 241· κλίνω πρός τι, προσκλίνω, ἑτέρου προσνεύσαντος Γαλην. τ. 6, σ. 85.

Middle Liddell

fut. σω
to nod to, assent, Plut.