κοινότης

From LSJ
Revision as of 11:22, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινότης Medium diacritics: κοινότης Low diacritics: κοινότης Capitals: ΚΟΙΝΟΤΗΣ
Transliteration A: koinótēs Transliteration B: koinotēs Transliteration C: koinotis Beta Code: koino/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A sharing in common, community, ἥ τε τῶν γυναικῶν καὶ παίδων καὶ τῆς οὐσίας κοινότης = the community or sharing of women and children and goods Arist.Pol.1274b10; ἡ περὶ τὰ τέκνα κοινότητα καὶ τὰς γυναῖκας ib.1266a34; κοινότης φωνῆς common language, i.e. not peculiar or dialectal, Isoc.15.296, cf. D.H.Th.54, Pomp.2. 2 common quality or universal quality, Pl.Tht.208d, Plot.1.3.4; opp. ἰδιότης, Epicur.Ep. 1p.17U.; κοινότης τοῦ ἵππου A.D.Pron.26.20: pl., common features, Phld. Ir.p.71 W., Mort.34, Plu.Comp.Lyc.Num.1; esp.in Medicine, term of the 'Methodic' school, Gal.1.80, al., cf. Plu.2.129d (pl.). 3 generality, vagueness, τῶν ὁμολογιῶν D.H.2.39, etc.; ambiguity, ὀνόματος Epicur.Nat.14.10, cf.Demetr.Lac.Herc.1014.48, Diog.Oen.27. II in Politics, absence of privileges or absence of distinctions, πολιτείας (sc. δημοκρατίας) ἣ μάλιστα κοινότητα δοκεῖ προῃρῆσθαι And.4.13. 2 affability, X.HG1.1.30; accessibility, λιμένων Aristid.Or.23(42).24, al. III Gramm., use of a common word in two clauses, especially in phrase ἐν κοινότητι παραλαμβάνεσθαι, A.D.Synt.122.27, al. 2 common gender, ib.55.2, al. IV concrete, the general body of a βουλή, POxy.2110.29 (iv A.D.). 2 κοινότης τῶν ἀγρευτῶν, = κοινόν (cf. κοινός 11.2b), Sammelb.6704.4, al. (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1469] ητος, ἡ, Gemeinschaft, Gemeinschaftlichkeit; Andoc. 4, 13; Plat. Theaet. 208 d; περί τι, Arist. pol. 2, 7; – die Allgemeinheit, D. Hal. 2, 39. 4, 23; – κοινότης λόγου, eine rhetorische Figur, Rhett. – Bei den Gramm. das genus commune.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 communauté, participation, usage en commun;
2 caractère général (de qch);
3 en parl. de pers. sociabilité, affabilité.
Étymologie: κοινός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινότης -ητος, ἡ [κοινός] gemeenschappelijk bezit:; ἥ τε τῶν γυναικῶν καὶ παίδων καὶ τῆς οὐσίας κοινότης het gemeenschappelijk bezit van vrouwen, kinderen en goederen Aristot. Pol. 1274b10; plur. gemeenschappelijke kenmerken. gemeenschappelijkheid:. ἣ μάλιστα κοινότητα δοκεῖ ᾑρῆσθαι (democratie) die bij uitstek op algemene gelijkheid gebaseerd lijkt te zijn And. 4.13. welwillendheid.

Russian (Dvoretsky)

κοινότης: ητος ἡ
1 общность, общее свойство: ὁ λόγος ὧν ἂν ἡ κοινότης ᾖ Plat. определение тех (вещей), у которых есть общее;
2 общность, общее владение, общественная принадлежность (τῶν παιδίων καὶ τῆς οὐσίας, περὶ τὰ τέκνα Arst.);
3 общеупотребительность: κοινότης φωνῆς Isocr. общеразговорный язык;
4 общеизвестность: αἱ κοινότητες Plut. общие места;
5 общительность или обходительность, доступность (προθυμία καὶ κ. Xen.);
6 грам. общность формы для разных грамматических родов (лат. genus commune).

Greek (Liddell-Scott)

κοινότης: -ητος, ἡ, τὸ μετέχειν ἀπὸ κοινοῦ, κοινότης, Ἀνδοκ. 30. 36, Πλάτ. Θεαίτ. 208D· ἡ τῶν γυναικῶν καὶ παίδων καὶ τῆς οὐσίας κ. Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 12· ἡ περὶ τὰ τέκνα κ. καὶ τὰς γυναῖκας ὁ αὐτ. 2. 7, 1· ― κοινότης φωνῆς, κοινὴ γλῶσσα, δηλ. οὐχὶ ἰδιαιτέρα ἢ διαλεκτική, Ἰσοκρ. Ἀντιδ. § 316. πρβλ. Ξεν. Ἀθην. 2, 8· αἱ κοινότητες, κοιναὶ ἰδιότητες, ὁμοιότητες, Πλουτ. Σύγκρισις Λυκούργ. καὶ Νουμᾶ 1. 2) γενικότης, καθολικότης, ἀοριστία, ἀσάφεια, τῶν ὁμολογιῶν Διον. Ἁλ. 2. 39, κτλ.· αἱ κοινότητες, loci communes, κοινοὶ τόποι, Πλούτ. 2. 129D. ΙΙ. εὐπροσηγορία, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 30, Ἀριστείδ., κτλ.· πρβλ. κοινὸς IV. 3. ΙΙΙ. παρὰ Γραμμ., κοινὸν γένος. 2) ἴδε κοινὸς VI. 5.

Greek Monotonic

κοινότης: -ητος, ἡ,
I. μοίρασμα από κοινού, κοινότητα, συνεταιρισμός, εταιρεία, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. καταδεκτικότητα, φιλοφροσύνη, σε Ξεν.

Middle Liddell

κοινότης, ητος,
I. a sharing in common, community, partnership, Plat., etc.
II. affability, Xen.

English (Woodhouse)

prevalence

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ἐπιθ. κοινός ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: κοινῶ (=διαδίνω), κοίνωμα, κοίνωσις, ἀνακοίνωσις, διακοίνωσις, ἀνακοινωθέν, κοινωνός, κοινωνία, κοινωνῶ, κοινώνημα, κοινώνησις, κοινωνητέον, κοινωνικός, ἀκοινώνητος, ἀξιοκοινώνητος, καί σύνθετα: κοινοβούλιον, κοινολογοῦμαι, κοινωφελής, πάγκοινος.